ΕΓΩ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

ΕΓΩ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

Sunday, October 5, 2008

Ειδα τον Μόρτιμερ


Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Όλα τα ταξίδια ξεκινούν με ένα βήμα.
Μπλέ ήταν τα παράθυρα μπλε και τα φινιστρίνια.
Σίγουρα θα μολόγαγες αν είχες περιστέρι.
Καλή καρδιά και πλάτανος, καλή και πελεκούδα.
Μαρούλα μπες στα δύσκολα, Μαρούλα μπες στα χιόνια.
Σασκούλα ρεν τα μερδεμέ, σασκούλα ρεν τα τρίλια.
Κορκονοσούρα μάνταλο κορκονοσούρα μέλι.
Σουμπρουλουμούς ερκελεμάν, ρολόμπεντρο καρόγιο.

Και πολλά άλλα τέτοια. Μίλαγε πάντα με παροιμίες. Μονολογούσε όλη την ώρα.
Το μυαλό του δεν σταμάταγε ποτέ. Δεν κοιμόταν. Δεν έτρωγε. Μίλαγε ασταμάτητα. Μίλαγε ασταμάτητα. Μίλαγε. Μίλαγε.
Μετα ένας περάστικός κάτι είπε σε έναν άλλο περαστικό και τότε του έγινε μια μεγάλη αποκάλυψη. Έμεινε αποσβολωμένος για πολύ ώρα. Έβρεχε. Έγινε μούσκεμα. Έγινε μούσκεμα ως το κόκκαλο. Πήγε στο πάρκο και βρήκε ένα κουτί. Το γέμισε χώμα. Το πήρε στο δωμάτιό του.
Περίμενε να φυτρώσει κάτι. Περίμενε. Περίμενε. Περίμενε.
Τίποτα.
Ξανάρχισε τα ίδια. Μονολογούσε διαρκώς. Δεν κοιμόταν ποτέ.
Μετά άρχισε να χαράζει στα δέντρα σύμβολα. Ακολουθούσε καθημερινα την πορεία των χτεσινών συμβόλων. Και χάραζε τα καινούρια μόλις τέλειωναν τα παλιά. Στο τέλος όλο το πάρκο ήταν γεμάτο χαρακιές.
Μετά άρχισε να αμφισβητεί την γνησιότητά τους. Έβλεπε περαστικούς και τους ακολουθούσε να δει μήπως πειράζουν τα σύμβολα. Όλη νύχτα έπεφτε σε παραισθήσεις. Έβλεπε μικρούς εφιάλτες. Μικρούς σαν τραπουλόχαρτα. Δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.
Το πάρκο όλο μίκραινε. Κάθε μέρα. Την νύχτα εφιάλτες. Την μέρα σύμβολα στο πάρκο.

Στο τέλος:
Μια τεράστια, τεράστια, κόκκινη φωτεινή επιγραφή με ένα σπιραλ που γύριζε και άκουγες τραγούδια.