ΕΓΩ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

ΕΓΩ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

Friday, June 27, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος τέταρτο)



link στο πρώτο μέρος
link στο δεύτερο μέρος
link στο τρίτο μέρος

Την Δευτέρα τα πράγματα στο γραφείο ήταν δύσκολα. Υπήρχαν θέματα με την επάρκεια μερικών προϊόντων και πέρασε την μέρα του στο τηλέφωνο με πελάτες προσπαθώντας να βρει λύσεις. Γύρω στις μία κατάφερε να ξεκλέψει χρόνο για διάλειμμα και στον δρόμο για το εστιατόριο που έτρωγε με τους συναδέλφους σταμάτησε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Για κάποιον λόγο δεν ήθελε να πάρει από την εταιρία. Αν κάποιος τον άκουγε να μιλάει άντε να εξηγήσει. Το τηλέφωνο το σήκωσε μια γυναίκα. “Λέγετε!” “Παρακαλώ τον κύριο Τζούφρα;” “Ποιός τον ζητεί παρακαλώ;” “Τζιριλής, αν και δεν νομίζω να με γνωρίζει” “ Για ποιό θέμα παρακαλώ;” Εκεί ο Mel κόλλησε. Το μόνο που του ήρθε ήταν “Exω πρόβλημα με ένα προϊόν σας”
Η γυναικεία φωνή έκανε μια παύση και είπε “Μάλιστα. Περιμένετε παρακαλώ”.
Ξαφνικά ο Μελ είχε τρομερή αγωνία. Τι κάνω ρε γαμώτο, σκέφτηκε. Τι δουλειά έχω εγώ με τον Τζούφρα που δεν ξέρω κάν τι σχέση έχει με τα σκατοfrisbee και το πιο πιθανό είναι να με περάσει για τρελλό. Που μπλέκω και γιατί. Όμως η περιέργεια είναι άγριο πράγμα. Τον κράτησε στο ακουστικό ώσπου άκουσε μια βουτηρένια ένρινη φωνή να λέει “Παρακαλώ;” “Ο κύριος Τζούφρας;” “Ο ίδιος” “Τζιριλής κύριε Τζούφρα. Έχω αγοράσει ένα προϊόν σας και φοβάμαι ότι….” “Τι προϊόν κύριε Τζιριλή;” “Ενα frisbee” “Tι μου λέτε;” “Μάλιστα” “ Και τι πρόβλημα έχει παρακαλώ;” Ο Mel ξανακόλλησε. “ Ε, να , δεν πετάει καλά” Ο Mel ήταν σίγουρος ότι θα του κλείσουν το τηλέφωνο αλλά περιέργως ο συνομιλητής του φάνηκε να ενδιαφέρεται. “ Μα αυτό είναι σοβαρότατο. Πρέπει να μας το φέρετε πάραυτα. Μήπως έχετε περισσότερα από ένα κύριε Τζιριλή;” “ Ε ναί έχω τρια τέσσερα” “Πετάνε τα άλλα;” “ Μόνο ένα πετάει” είπε ο Mel που πιά είχε μπει σε τελείως σουρεαλλιστικό κλίμα και έλεγε ότι νά’ναι.
“Κύριε Τζιριλή θα μπορούσα να στείλω κάποιον να τα πάρει να τα ελέγξουμε, αλλά είμαι σίγουρος ότι αν έρθετε ο ίδιος στις εγκαταστάσεις μας στα Μέγαρα θα σας εξυπηρετήσουμε πληρέστερα και εκτός αυτού θα μπορέσω και να κατανοήσω εις μεγαλύτερο βάθος την φύσιν του προβλήματος που αντιμετωπίζετε με το προϊόν μας.” Παράνοια, σκέφτηκε ο Mel, πλήρης παράνοια. Άκου τι συζητάμε με τον άνθρωπο! Όμως είπε
“Βεβαίως κύριε Τζούφρα, βεβαίως. Θα μπορούσα προς το τέλος της εβδομάδας.” “Θαυμάσια αγαπητέ” είπε ο Τζούφρας και κανόνισαν για την Πέμπτη στις τέσσερεις το μεσημέρι, στην παλιά Εθνική λίγο πριν τα Μέγαρα. Εκει ήταν το εργοστάσιο.
O Mel πήγε για φαγητό αλλά του είχε κοπεί η όρεξη. Κάτι δεν ήταν λογικό στην συζήτηση. Τρίχες συζήτηση. Frisbee που δεν πετάνε και κολοκύθια τούμπανα.
Σκέφτηκε ότι το πράγμα ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας. Σκέφτηκε ότι η νονά του και ο Τζούφρας του έκαναν πλάκα. Αλλά σκέφτηκε ακόμα ότι αν όντως ήταν έτσι τότε άξιζε να δει τι πλάκα ήταν αυτή. Από την άλλη το πιο πιθανό ήταν ο Τζούφρας να νόμισε ότι είχε να κάνει με κάποιον υποχόνδριο ψυχάκια, που περνούσε την ώρα του βρίσκοντας ελατωματικά προϊόντα. Πιθανόν να ήθελε να γελάσει εις βάρος του. Ή βέβαια να τον πλακώσει στο ξύλο. Η τελευταία πιθανότητα ήταν λιγότερο διασκεδαστική αλλά και λιγότερο πιθανότητα.
Έτσι την Πέμπτη ο Mel έφυγε λίγο νωρίτερα από το γραφείο, φόρτωσε είκοσι made in Japan και είκοσι Pascal στο Φολκσβαγκεν Variant του και ξεκίνησε για το ραντεβού.
Το εργοστάσιο ήταν ένα μεγάλο, τετραόροφο, πράσινο κτίριο σε μια πάροδο της παλιάς εθνικής λίγο μετά μια διάβαση του τραίνου. Οι οδηγίες του Τζούφρα ήταν ακριβέστατες. Εκ πρώτης όψεως του φάνηκε εγκαταλελειμμένο αλλά σκέφτηκε ότι ήταν η ώρα τέτοια και οι εργάτες είχαν φύγει. Πέρασε την πύλη με την επιγραφή “ Pascal Παιχνίδια Ποιότητας” και πάρκαρε στο προαύλιο δίπλα σε ένα μικρό ξύλινο κοτεράκι τοποθετημένο πάνω σε μια σκαλωσιά. Ιστιοπλόος ο Τζουφρας σκέφτηκε.
Εκτός από το δικό του το μόνο άλλο αυτοκίνητο στο προαύλιο ήταν μια Lancia Aurelia ελαφρώς ταλαιπωρημένη αλλά πεντακάθαρη. Μερικές παλέτες εδώ και κει και μεγάλα άδεια πλαστικά βαρέλια. Μια αποθήκη από ελλενίτ, μια μεγάλη συρόμενη πόρτα που μάλλον οδηγούσε στους χώρους παραγωγής και μια μικρότερη που φαινόταν να είναι η σωστή.
Η πορτα ήταν κλειστή. Δύο κουδούνια, Pascal και Κ.Τζούφρας. Στο Pascal δεν απάντησε κανεις. Στο Τζούφρας ακούστηκε μια φωνή από το μεγάφωνο: “Τέταρτος” και ταυτόχρονα η πόρτα άνοιξε.
Βρέθηκε σε μια τεράστια άδεια αίθουσα. Αριστερά του ένα ασανσέρ. Ο ήλιος έμπαινε από την τζαμαρία και η αίθουσα ήταν κατάφωτη. Κατάφωτη, λευκή, σκονισμένη και άδεια
Μπήκε στο ασανσερ και πάτησε 4. Το ασανσερ ήταν βιομηχανικό αλλά επενδεδυμένο με καπλαμάδες και νικέλια έτσι που μάλλον έμοιαζε για ασανσερ μεγάλου ξενοδοχείου.
Στον τέταρτο η πόρτα άνοιξε από το χέρι του οικοδεσπότη του και ο Mel βρέθηκε κατευθείαν σε ένα τεράστιο λίβινγκ ρουμ βαμμένο σωμόν που έβλεπε την Σαλαμίνα. Ο άνθρωπος που του άνοιξε την πόρτα ήταν σαραντάρης, και ίδιος ο Mel Ferrer. Στα νιάτα του.

Tuesday, June 24, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος τρίτο)



Λινκ στο πρώτο μέρος
Λινκ στο δεύτερο μέρος

O Mel εκτός από το θλιμμένο του χαμόγελο απέμεινε και με αρκετές απορίες. Ήταν τρελλή η Σαγιώ; Τι είδους παράξενο φετίχ ήταν αυτά τα frisbee; Γιατί του τα άφησε; Για ποιό λόγο μια τέτοια ιστορία να την μοιραστεί μαζί του; Και σιγά δηλαδή την ιστορία. Μια μη-ιστορία. Δεν συνέβει τίποτα που να δικαιολογεί την λέξη ιστορία σε αυτή την αφήγησή της. Μια εμμονή με κίνητρο κάτι που μπορεί και να ήταν στο μυαλό της. Και ο άντρας της δεν είχε απορήσει με όλα αυτά τα frisbee; Δεν τα έβλεπε; Δεν γύρναγε ποτέ; Η δικαιολογία με την υποτιθέμενη μανία του Mel ήταν τουλάχιστον σαθρή.
“Τι να πω!”μονολόγησε και πήγε προς την πόρτα του δωματίου που χρόνια τώρα χρησίμευε ως αποθήκη. Οι τρεις κούτες, ακόμα κλειστές ήταν τώρα κοντά έναν μήνα στο σπίτι. Δεν είχε θελήσει να τις ανοίξει ακόμα. Δεύτερο γράμμα είναι αυτό. Πού ξέρεις;
Άνοιξε την πάνω πάνω. Έπιασε το πρώτο frisbee που βρήκε, ένα κόκκινο με μια φωτογραφία ενός φοινικόδεντρου στο κέντρο. Αχρησιμοποίητο. Καλή ποιότητα. Λείο, με γυαλιστερό πλαστικό, καθόλου στραβό και άγριο όπως αυτά που βρίσκεις στα περίπτερα το καλοκαίρι. Το περιεργάστηκε λίγο. Made in Japan.
Πηρε το επόμενο. Κίτρινο με κόκκινα νερά. Στο κέντρο ένας ανάγλυφος ιππόκαμπος. Made in πουθενά. Όμως στο χείλος το όνομα της εταιρίας. Pascal. Pascal; Pascal! Ti Pascal δηλαδή;
Πήρε ένα τρίτο. Γαλακτώδες ημιδιάφανο πλαστικό. Πολύ όμορφο. Made in Japan. Εταιρία καμιά. Ένα τέταρτο. Made in Japan. Ένα πέμπτο. Pascal.
Τώρα εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Mel λόγω της ιατρικής του ιδιότητας δεν πίστευε και πολύ στις συμπτώσεις. Ήταν άνθρωπος των στοιχείων, των αποδείξεων και της αιτιότητας. Κάτι προκαλείται από κάτι για κάποιον λόγο. Αυτό πίστευε. Η όλη ιστορία με την κληρονομιά του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και αυτό το Pascal στο frisbee δεν ήταν δυνατόν να ήταν τυχαίο. Πρώτον θα του έγραφε κάτι σχετικό η Σαγιώ στο γράμμα άν ήταν μέρος της φαντασίωσής της, και δεύτερον δεν υπήρχε περίπτωση να μην σήμαινε κάτι αν δεν ήταν. O Mel αναζήτησε στοιχεία. Άνοιξε όλα τα κουτιά και ταξινόμησε τα frisbee ανάλογα με το αν έγραφαν made in Japan ή Pascal. Τα μέτρησε. 129 Pascal 130 made in Japan, 15 αλουμινένια που δεν έγραφαν τίποτα πέντε ατελή ξύλινα με διάφορες εγκοπές κι ένα παράξενο αλαβάστρινο που δεν έγραφε τίποτα και είχε ίχνη από κάποια ξεκολλημένη ετικέτα στην πάνω του πλευρά. Τα ξανακοίταξε ένα ένα. Βρήκε διάφορα παράξενα. Πρώτον για κάθε made in Japan υπήρχε ένα Pascal που του έμοιαζε πολύ έως τελείως. Δεύτερον τα made in Japan ήταν καλύτερης ποιότητας. Οι άκρες ήταν πιο λείες και το πλαστικό ήταν πιο άκαμπτο. Τρίτον το λευκό με το γαλακτώδες πλαστικό δεν είχε αντίστοιχο Pascal και τέταρτον το ίχνος από κόλλα στο αλαβάστρινο αντιστοιχούσε σε μια τσαλακωμένη μεταλλική πλακέτα που βρέθηκε στο βάθος μιας κούτας κι έγραφε:

Εργοστάσιον Παιχνιδιών Pascal
Κωνσταντίνος Τζούφρας ΑΒΕΕ.
Καλό Καλοκαίρι 1972

Τον Mel τον έπιασε πονοκέφαλος.

Του ήταν σαφές ότι η νονά τον είχε δουλέψει κανονικότατα. Γιατί όμως δεν μπορούσε να φανταστεί. Στο κάτω κάτω του είχε αφήσει και ένα κάρο λεφτά. Τι είδος δούλεμα ήταν αυτό που σου αφήνουν λεφτά; Και τι λόγο είχε το γράμμα; Και ποιός διάολος είναι ο Τζούφρας;
Άνοιξε τον τηλεφωνικό κατάλογο. Τζούμας, Τζούρας, Τζούσκας, Τζούχας. Τζούφρας πουθενά. Πήρε τις πληροφορίες στον ΟΤΕ. “Μάλιστα κύριε, Τζουφρας Κωνσταντίνος Βιομήχανος, τηλέφωνο τάδε, Μέγαρα. “ Υπάρχει άλλος; Όχι δεν υπάρχει. Ευχαριστώ. Παρακαλώ. Πήρε αμέσως το τηλέφωνο. Κανεις. Κυριακάτικα πολύ λογικό.
Ο πονοκέφαλος μεγάλωσε. Πηρε τηλέφωνο τον Πίπη Πόγκα μπας και πάνε για κανέναν καφέ αλλά ο Πίπης έλειπε και ο Πίπης ήταν ο μόνος φίλος που λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν θα έπαιρνε χαμπάρι ότι κάτι τον απασχολούσε. Εξ ου και αποκαλείτο Παρλαπίπης.
Αποφάσισε να βγει βόλτα. Έβρεχε. Τόσο το καλύτερο σκέφτηκε.

Sunday, June 15, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος δεύτερο)


(λινκ για το πρώτο μέρος)


Η κληρονομιά ήταν γεγονός απρόσμενο για τον Mel. Οικονομικό πρόβλημα δεν είχε, και τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού της Σαγιώ, ήταν ένα ποσό για το οποίο δεν είχε έτοιμη χρήση. Γεννημένος στο Παρίσι από Έλληνα πατέρα και μάνα Γαλλίδα είχε μεν την γαλλική υπηκοότητα αλλά ζούσε από μωρό στην Ελλάδα. Ο πατέρας του ο Κωστής Τζιριλής, Έλληνας της Αλεξάνδρειας είχε βρεθεί στο Παρίσι λίγο πριν ο Νάσσερ αναλάβει τις τύχες της Αιγύπτου. Παντρεύτηκε την Francoise Verne μακρινή απόγονο του Ιούλιου Βερν και ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Σε μιά από αυτές που ενέπλεκε ναυτιλιακά, γνώρισε τον Jacques Lartigue που σε κοινές διακοπές στην Ελλάδα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την Σαγιώ, κατά κόσμον Ρεβέκκα Μπενσασσών, ήδη χήρα του παλιού φίλου του Κωστή, Πέτρου Σπυρόπουλου και νονά του Mel. O Jacques έμοιαζε πολύ στον μακαρίτη τον Mel Ferrer τον οποίο η νονά γούσταρε τρελλά και εξαιτίας επίσης του οποίου ο Μελέτης έγινε Mel. Στην πορεία η επιχείρηση αυτή, όπως πολλές ακόμα, έπεσε έξω και ο Jacques με την Σαγιώ ψιλοαπομακρύνθηκαν.
Ο Κωστής και η Francoise χώρισαν και τυπικά μετά από είκοσι χρόνια γάμου και λίγο μετά ο Κωστής πέθανε από μια πανηγυρική ανακοπή ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του ακούγωντας Στελλάκη Περπινιάδη. Άφησε στον Mel αρκετά χρήματα και ένα όμορφο διαμέρισμα στο Παγκράτι στο οποίο o ίδιος ήδη έμενε. Η Francoise είχε από καιρό αποσυρθεί σε ένα χίπικο κοινόβιο στην Provence και λίγο την ένοιαξε η όλη εξέλιξη. Στον Mel έστελνε κάθε εξάμηνο ένα γράμμα με την αγάπη της και ιδέες για την καλυτέρευση του κάρμα του.

Το κάρμα του Mel ήταν ένα απλό κάρμα. Εσωστρεφής και ήσυχος, όχι απαραίτητα συντηρητικός μα περισσότερο απαθής στο καινούριο είχε σπουδάσει κτηνιατρική στη Θεσσαλονίκη και τώρα εργάζεται σε μια γαλλική φαρμακευτική, υπεύθυνος της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων. Ταξιδεύει στην Ελλάδα και ενημερώνει γιατρους και επιχειρήσεις για αυτά και καμιά φορά βρίσκεται στην Γαλλία για σεμινάρια.

Στην αρχή εκπλήσσεται από το γεγονός της κληρονομιάς. Τον ξεβολεύει κάπως, μα αναγκαστικά ασχολείται. Η Σαγιώ του είναι μια ανάμνηση, μα μια ανάμνηση γλυκειά.
Η ανάμνηση μιας άλλης ζωής. Κατά κάποιο τρόπο συμβολίζει την ζωή "πριν". Την ζωή που οι άνθρωποι έτρωγαν μαζί την Κυριακή και του μίλαγαν σε τρεις γλώσσες συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών που προσπαθούσε μάταια να φυτέψει στην γαλλική ψυχή του η Σαγιώ.
Οι διαδικασίες κρατούν τρεις- τέσσερεις μήνες οπότε και γίνεται ο νόμιμος κάτοχος του σπιτιού. Η αναζήτηση νέου ιδιοκτήτη κρατά άλλους πέντε, και έτσι κάποια στιγμή ο Mel βρίσκεται με ένα σεβαστό ποσό στον λογαριασμό του στην Credit Lyonnais, 280 frisbee στην αποθήκη του και ένα γράμμα έτοιμο προς ανάγνωση.

Ένα Σάββατο πρωί, ενώ έξω ψιλοβρέχει και κάνει κρύο, ο Mel ανοίγει το γράμμα και διαβάζει:

"Μελέτη μικρό μου αγόρι,
η ζωή, όπως θα έχεις ελπίζω διαπιστώσει δεν είναι ένα πράγμα. Ειναι πολλά. Πολλά γύρω μας και άλλα τόσα μέσα μας. Εγώ έζησα μια ζωή εξαρτημένη από το απρόσμενο. Έχασα τον πρώτο μου άνδρα, τον νονό σου, ξαφνικά, νέα. Δεν το περίμενα, πως άλλωστε να περιμένεις ένα ατύχημα. Ήμουν ακόμα ερωτευμένη και νόμισα πως αυτό ήταν, η ζωή τελείωσε. Μαράζωσα.

Μα μετά , μια μέρα, μας γνώρισε ο πατέρας σου με τον Jacques και χωρίς να το καταλάβω ερωτεύτηκα. Πολύ σφοδρά. Κι εκείνος το ίδιο. Έφυγα, πήγα μαζί του, έτσι ήθελα κι ας μην ήμασταν πια νέοι. Ο Jacques ήταν η νέα ζωή, ο ήλιος. Μα έλειπε πολύ. Ταξίδευε. Μου τό χε πει βέβαια αλλά η απουσία του ήταν τρομερή. Τότε τα ταξίδια κρατούσαν πολύ περισσότερο, καμιά φορά έκανε δυό τρία διαδοχικά. Μου έλειπε. Σου είπα μου άρεσε η ήσυχη ζωή, αλλά όχι η μοναξιά. Με τα χρόνια απομακρυνθήκαμε κάπως. Με αγαπούσε κι εγώ το ίδιο μα απομακρυνθήκαμε.

Ένα καλοκαίρι είχα παει με τις φίλες μου για μερικές μέρες στην Deauville. Ειχε δροσιά, είχε κόσμο και ήταν όμορφα. Στην παραλία ένα πρωί έπαιζαν μπροστά μου δύο όμορφοι νέοι frisbee. Στην αρχή δεν μου έκανε εντύπωση μα μετά το frisbee τους έπεσε πάνω μας και ό ένας ήρθε να το πάρει. Η Annnete τον πείραξε: "Πιο κει κύριε δίσκοβόλε" του είπε. "Το όνομα μου είναι Pascal madame" είπε αυτός με νόημα και μας κοίταξε και τις τρεις χωριστά. Κοκκίνησα. Η Annete καθόλου.

Παρακολουθούσα κάθε μέρα τον Pascal στην παραλία. Δεν μιλήσαμε ποτέ αλλά τον απομνημόνευσα και αυτόν και το frisbee του με τις πράσινες και κίτρινες ρίγες. Τους έβλεπα να τρέχουν και να τεντώνοται και να κυλιούνται στην άμμο και ήθελα να ήμουν νέα. Τρελλή έ; Η τρελλή του Σαγιώ! (πάντα μου έρεσε αυτό) Μια μέρα τους τό 'κλεψα. Το πήρα μαζί μου. Το κοιτούσα τον χειμώνα και αισθανόμουν λιγότερο μόνη. Το καλοκαίρι στην Νίκαια έκανα βόλτες στην παραλία και χάζευα αυτούς που έπαιζαν frisbee. Άρχισα να κλέβω frisbee με επιμέλεια. Έγραψα και στον Jacques, ότι είχατε έρθει με την μαμά σου να με δείτε και ήσουν τρελλός για frisbee. Του έγραψα ότι έκανες συλλογή. Να μου στείλει ότι έβρισκε. Ήξερε πόσο σε αγαπούσα μικρό. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται τα δέματα. Ο ταχυδρόμος δεν ήξερε τι να υποθέσει.
Καθε frisbee βέβαια, ήταν ο Pascal. Ήταν η νεότητα και το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Πήγα μέχρι στην έκθεση παιχνιδιών στο Παρίσι και αγόρασα 25 frisbee.
Η μανία του συλλέκτη λένε και πράγματι έτσι είναι. Μετά o Jacques πέθανε. Στο Capetown. Ηλεκτροπληξία, αν είναι δυνατόν. Τα frisbee σταμάτησαν να έρχονται. Βαρέθηκα κι εγώ, δεν άντεχα άλλο. Κατέρρευσα.

Εκείνα έμειναν στο δωμάτιο των ξένων. Εκατοντάδες Pascal στο δωμάτιο των ξένων.
Μετά προφανώς πέθανα, και μετά τα βρήκες.
Αυτά είχα να σου γράψω. Χαζή ιστορία ε; Παρόλα αυτά μια ιστορία! Τι άλλο να σου πω; Η αξία τους μου είναι άγνωστη αλλά ποιός άλλος έχει τόσα frisbee;
Τώρα επιστρέφω στην ανυπαρξία. Εσύ πράξε όπως νομίζεις. Τα ξέρουν στην Ελλάδα τα frisbee;

Adieu!

Η νονά σου"

Ο Mel απέμεινε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. (συνεχίζεται)

Thursday, June 12, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών


Το 1976 ο Ελληνογάλλος Mel Τζιριλής κληρονομεί ένα διαμέρισμα στην Νίκαια, αρκετά κοντά στην παραλία. Το διαμέρισμα ανήκε στην νονά του, μια Ελληνίδα, χήρα πια Γάλλου ναυτικού, που μια μέρα δεν ξύπνησε από έναν όμορφο ύπνο γεμάτο creme de cassis. O Mel έχει σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξή της, η νονά είναι μια παλιά ανάμνηση, μια γλυκειά κυρία που δεν γνωρίζει αν ζει ακόμα. Δεν ζει όμως. Και για λόγους δικούς της, το διαμέρισμα το αφήνει σ'αυτόν. Ο Mel ενημερώνεται από τον δικηγόρο της, τον οποίο και συναντά μια εβδομάδα μετά, μια και ο Mel ζει πια στην Ελλάδα και εργάζεται ως κτηνίατρος.
Το διαμέρισμα είναι σε μια ροζ πολυκατοικία, με όμορφες κυρτές τέντες πάνω από τα μπαλκόνια, με αψιδωτή είσοδο και μικρή εσωτερική αυλή. Περιποιημένο και σε καλή κατάσταση, σχεδόν σαν σκηνικό ταινίας, σχεδόν σαν η νονά να μην έμενε εκεί.
Τέσσερα δωμάτια. Σαλόνι, τραπεζαρία,υπνοδωμάτιο, δωμάτιο ξένων. Το δωμάτιο ξένων είναι το μόνο απεριποίητο. Χρησιμοποιείται ως αποθήκη και μέσα έχει στίβες από κάτι που ο Mel νομίζει αρχικά πως είναι πλαστικά πιάτα.
Είναι όμως frisbee. Πολλά frisbee όλα διαφορετικά μεταξύ τους, στις πιο απίθανες βαριάντες, στα πιο υπέροχα χρώματα. Πλαστικά μα και ξύλινα, από ένα ξύλο ελαφρύ, μερικά αλουμινένια, κι ένα αλαβάστρινο, διακοσμητικό. Ο Mel εντυπωσιάζεται. Ο δικηγόρος δεν μπορεί να τον διαφωτίσει για την προέλευσή τους. Πιθανόν ο ναυτικός να είχε κάποια τέτοιου είδους μανία. Ποιός ξέρει. Το ζευγάρι ήταν άτεκνο και εκτός αυτού επρόκειτο για συντηρητικούς ήσυχους ανθρώπους, εκείνος μηχανικός στα πλοία, εκείνη δασκάλα αγγλικών, τι διάολο τα ήθελαν τα frisbee.
Υπάρχει όμως κι ένα γράμμα. Που έχει μέσα ένα άλλο γράμμα. Το πρώτο γράμμα (που περιέχει το δεύτερο), λέει τα εξής: "Μελέτη μου, μικρό μου αγόρι. Εγω, πάει πιά, φεύγω. Δεν θέλω κι άλλο εδώ που τα λέμε. Έζησα όμορφα και ήσυχα, όπως ήθελα. Δεν έκανα παιδιά, (που να σου λέω τώρα) αλλά να που υπάρχεις εσύ κι έτσι έχω κάποιον να γράψω αυτό το γράμμα. Άκου τώρα. Υποθέτω πως το διαμέρισμα θα το πουλήσεις, τι άλλο να το κάνεις. Θα πιάσεις καλά λεφτά, το έχω διερευνήσει. Πούλα το όπως είναι με τα έπιπλα. Είναι καλά έπιπλα, χειροποίητα, θα αυξήσουν την αξία του, το έχω διερευνήσει. Μόνο ένα πράγμα. Θα πάρεις μαζί σου τον παράξενο θησαυρό που θα έχεις ήδη βρει στο δωμάτιο των ξένων. Δεν το απαιτώ, σου το ζητώ ως χάρη. Το δεύτερο γράμμα θα το ανοίξεις όταν είσαι πια στην Ελλάδα μας και έχεις τελειώσει με όλα τα εδώ διαδικαστικά. Κι αυτό ως χάρη. Θα δεις πως έχει κάποιο μικρό νόημα όλο αυτό. Δεν είναι τίποτα σημαντικό , ούτε θα αποκαλυφθεί κάποιο μεγάλο μυστήριο, μα κάντο αν θες. Σαν χάρη.
Σου εύχομαι πολλά ευτυχισμένα χρόνια.
Σαγιώ."

Σαγιώ. Η τρελλή του Σαγιώ την λέγαμε για πλάκα επειδή αγάπησε τον Γάλλο κι έφυγε. Ο Mel συγκινηθηκε. Γιατί όχι σκέφτηκε.

(συνεχίζεται)

Saturday, June 7, 2008

Ο νορβηγός ξάδερφος


Ο νεαρός της φωτογραφίας, μακρινός συγγενής από το σόι της μάνας μου και για πολλά χρόνια το μαυρο πρόβατο της οικογένειας, βραβεύτηκε πρόσφατα με ίσως το πιο αξιόλογο τρόπαιο τεχνολογικής πρωτοτυπίας. Το κρυστάλλινο πρωτόνιο. Για όσους δεν γνωρίζουν πρόκειται για το ανά τριετία απονεμόμενο βραβείο του ETH Zuerich, του σεβαστού αυτού ιδρύματος της Ζυρίχης, στις τάξεις του οποίου ανδρώθηκαν ιδέες όπως το ίντερνετ, η γλώσσα προγραμματισμού Turbo Pascal και η πυρηνική σύντηξη.
Ο μακρινός ξάδελφος λοιπόν μετά από άσκοπες περιπλανήσεις μεχρι τα τριάντα του, μισοτελειωμένες σπουδές και ασωτίες ων ουκ έστιν αριθμός, έβαλε τον πωπό του κάτω και έφτιαξε κάτι που εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ασήμαντο αλλά σε δεύτερη δεν είναι καθόλου. Μελέτησε τις συνήθειες χτενίσματος 217 διαφορετικών πολιτιστικών ομάδων και έφτιαξε την πρώτη πλήρως αυτόνομη και ψηφιακά ελεγχόμενη συσκευή δημιουργίας χωρίστρας. Εδώ τον βλέπουμε να έχει μόλις εφαρμόσει στον εαυτό του την λεγόμενη καμπύλη "Τανάκα" μια επετειακή χωρίστρα από τις Άνδεις.
Αν γελάτε σας συνιστώ να το ξανασκεφτείτε. Πέραν της ακρίβειας της μηχανής που μπορεί να κατασκευάσει την ίδια ακριβώς χωρίστρα τουλάχιστον δεκαεννιά διαδοχικές φορές με διαφορά το πολύ τριών τριχών, υπάρχει ένας παράγοντας ακόμα, και συγκεκριμένα αυτός ήταν ο καθοριστικός για το βραβείο. Βλέπετε η μηχανή υπολογίζει τις τροχιές της τσατσάρας της με διαφορικές εξισώσεις.
Και είναι ακριβώς αυτό το εργαλείο που υπολογίζει και τις πορείες των πτήσεων των διαστημικών λεωφορείων. Για έναν περίεργο λόγο, οι ανθρώπινες χωρίστρες και τα διαστημικά ταξίδια διαφεντεύονται από τις ίδιες θεωρίες. Και αυτό ακριβώς είναι που τεκμηρίωσε ο Halaata Perponen ( ο Νορβηγός ξάδελφος). Το παράξενο είναι ότι χρόνια τώρα οικογενειακώς τον πέρναμε στο ψιλό. Στα διαφορα πάρτυ, γενέθλια και λοιπα μαζώματα δεν καθόταν ποτέ στο τραπέζι και ενώ εμείς τρώγαμε, γυρνούσε γύρω γύρω από το μεγάλο τραπέζι και με την παλιά ασημένια χτένα της κοινής προγιαγιάς, μας χτένιζε και μας έφτιαχνε ευφάνταστες χωρίστρες. Μέχρι το επιδόρπιο μας άλλαζε 3-4 χτενίσματα, όλα με χωρίστρα φυσικά, και μετά τα αποτύπωνε με προσοχή σε χαρτί μιλιμετρέ και βέβαια τα φωτογράφιζε με την μικρή Olympus OM3 που κουβαλούσε παντα μαζί του. Που να φανταστούμε, ότι χρόνια αργότερα η προσεδάφιση στον Αρη, ένα εξαιρετικά αμφίβολο σχέδιο θα γινόταν πραγματικότητα χάρη στις χωρίστρες μας. Όταν ο Halaata παρουσίασε την συσκευή στο γραφείο ευρεσιτεχνίας της Ζυρίχης οι υπολογισμοί που προσκόμισε άφησαν άναυδο τον Friedrich von Goetterdaemmerung προϊστάμενο του μαθηματικού τμήματος του γραφείου και μέλους της ομάδας ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκης Διαστημικής Αρχής. Κάπως ετσι έγινε η σύνδεση και ο ίδιος βρέθηκε βραβευμένος και ταυτόχρονα πάμπλουτος. Η μηχανή του, μεγέθους κράνους, είναι το μοναδικο αντικείμενο που έχει πατενταριστεί στον τομέα κομμωτική και αστρονομία ταυτόχρονα και για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Ο ίδιος συνεχίζει την έρευνα με χαρακτηριστική απάθεια προς την φήμη και μάλιστα στην τελετή απονομής εμφανίστηκε αχτένιστος ως δείγμα ταπεινότητας.

Friday, June 6, 2008

No plan B


Καμιά φορά ο Ευφρόσυνος Μελέτης έχανε το τραίνο.
Αργούσε να ξυπνήσει. Ή ξεχνιότανε και έπαιρνε άλλο δρόμο και χανόταν. Ή περπατούσε επίτηδες αργά ώστε να το χάσει και να αλλάξει λίγο η ρουτίνα του. Ή ήλπιζε να το χάσει και να πάρει μετά ένα άλλο για να βγει κάπου αλλού.
Όχι πάντα. Μερικές φορές.
Δεν διέτρεχε εξάλλου μεγάλο κίνδυνο. Τραίνο είχε κάθε μισή ώρα. Χάνεις τό 'να, παίρνεις τ' άλλο. Εύκολο.
Συνήθως βέβαια δεν τό 'χανε. Έμπαινε μέσα καθόταν και η μέρα άρχιζε να κυλάει σαν σε τροχιές. Εύκολα.
Όμως μια μέρα τό 'χασε και μετά δεν ήρθε άλλο τραίνο. Εργασίες συντήρησης.
Τρόμος. Ο πούλος. No plan B.
Αναγκαστηκε να διαμορφώσει μια ολόκληρη μέρα χωρίς την ασφάλεια του δεδομένου. Έκατσε 4 ώρες στον σταθμό σκεπτόμενος. Αυτό μόνο του ήταν εξαντλητικό. Οι συνέπειές του αβεβαιες. Σε 4 ώρες συνειδητοποίησε την κατάσταση Μετά έκατσε άλλες τόσες για να βρεί λύση. Μετά γύρισε σπίτι.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα ήταν στην ώρα του. Πήρε το τραίνο κανονικά.
Μετά δεν ξέρω τι έγινε.

Tuesday, June 3, 2008

Yves Saint Laurent


Όταν πρωτογνώρισα τον Yves δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο ντροπαλός ήταν.
Βρισκόμουν στην Αλγερία με την Loulou de la Falaise και την θεία Τανίτα (αδερφή του πατριού μου) και ήμουν ένας πιτσιρικάς που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τα γλυκά και ειδικότερα οι χουρμάδες. Ένα βράδυ βρισκόμασταν στο Οράν και η Loulou ( που δεν με άφηνε να την λέω madame αλλά μόνο Loulou) ρώτησε αν θέλαμε να παραβρεθούμε στην τελετή παράδοσης του κλειδιού της πόλης στον Saint Laurent.
Η Τανίτα δέχτηκε με την μία και μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν είχα ιδιαίτερη επιλογή. Θα ήταν μια μεγάλη γιορτή εμπρός στο εντυπωσιακό δημαρχείο με μουσική Rai και χορούς και πυροτεχνήματα και η ιδέα δεν φαινόταν κακή. Όμως η έρημος είχε άλλη γνώμη. Μια ασύλληπτη αμμοθύελλα σηκώθηκε κατα τις επτά και σε λίγο δεν έβλεπες την μύτη σου. Έτσι βρεθήκαμε σε μια αίθουσα του δημαρχείου που δεν χώραγε ούτε το 1/10 των καλεσμένων. Η Loulou μας τακτοποίησε σε ένα τραπέζι που ώ του θάυματος είχε στο κέντρο του ένα ασημένιο μπωλ με χουρμάδες. Καθόμουν και κοιτούσα γύρω μου μασουλώντας. Μετά τα διάφορα ταρατατζουμ και λογίδρια και χειροκροτήματα, από τα οποία δεν έβλεπα τίποτα λόγω ύψους και θέσης, το τραπέζι μας γέμισε κόσμο και αντελήφθην ότι καθόμασταν στο προνομιακό τραπέζι του τιμώμενου προσώπου. Ο Yves καθόταν τρεις θέσεις αριστερά μου και ήταν καταβεβλημένος. Χαμογελούσε μονίμως και μάλλον υπέφερε από το όλο γεγονός. Ο Pierre Berge μιλούσε σε όλους και κατ ουσίαν εκείνος διαχειριζόταν την κατάσταση. Pierrot le fou τον έλεγε η Loulou.
Κάποια στιγμή και ενώ είμαι έτοιμος να καταβροχθίσω έναν τεράστιο χουρμά, ο Yves σχεδόν χάνει τις αισθήσεις του και καθως οι ενδιάμεσοί μας έχουν σηκωθεί πέφτει προς το μέρος μου. Πανικός. Μένω ακίνητος και ένα γρήγορο χέρι μου αρπάζει τον χουρμά και του τον δίνει. Μετά από λίγα λεπτά έχει συνέλθει. Μια μικρή υπογλυκαιμία. Πιάνει την συζήτηση με την θεία Τανίτα και γελάνε για το ότι δεν μπορεί να προφέρει την λέξη "τζίτζιφα" που η θεία του εξηγεί ότι είναι η ελληνική λέξη για τους χουρμάδες. Μου χαϊδεύει το κεφάλι και με ρωτά αν με ενδιαφέρει η μόδα.
Φυσικά δεν ξέρω τι να απαντήσω, ώσπου θυμάμαι κάτι που είχε πει η Τανίτα λίγες μέρες πριν . "Ο Armani είναι γίγαντας" του λέω. Ξεραίνεται στα γέλια και απαντά κάτι που κατάλαβα πολύ αργότερα "Είναι μια μαριονέτα που τα νήματά της είναι στο εργαστήριό μου" λέει.
Η θεία δείχνει μπερδεμένη και η Loulou της ψιθυρίζει: "εννοεί τα γυναικεία κοστούμια."

Monday, June 2, 2008

da capo



Είδα ένα παράξενο όνειρο. Κάποιος, λέει, με ξύπνησε λίγο αφού είχα κοιμηθεί και με ανάγκασε να βάλω το ξυπνητήρι μου μια ώρα νωρίτερα. Μόλις ξανακοιμήθηκα είδα το ίδιο όνειρο. Συνέβη άλλες δέκα τουλάχιστον φορές. Όταν ξύπνησα ήταν νωρίτερα από την ώρα που είχα κοιμηθεί. Και ξαναείδα το ίδιο όνειρο.
Μετά ξύπνησα.
Ήταν Δευτέρα πρωί.

Sunday, June 1, 2008

Χαμηλες πτήσεις



Τις Κυριακές τα βράδυα, καλή ώρα τώρα, με πιάνει μια μελαγχολία. Ιδιαίτερα τώρα που καλοκαιριάζει και τα βράδυα είναι γλυκά και γεμάτα μυρωδιές με πιάνει μια μελαγχολία. Όταν με πιάνει μια μελαγχολία πάντα σκέφτομαι την Λία. Κάνει όμορφη ρίμα και έτσι σκέφτομαι την Λία όταν με πιάνει μελαγχολία. Η Λία είναι η κοπέλλα της φωτογραφίας. Η μπροστινή με τα στιβαρά μπουτάκια και τις μπαρμπαρελλόμποτες (Η πίσω λεγόταν νομίζω Σαμσάρα και ήταν Αμερικανοϊρανή σε μια εποχή που το Ιραν ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ. Μπορεί όμως να την λέγανε και Gudrun και να ήταν Γερμανίδα, δεν θυμάμαι).
Εδώ βλέπουμε μια φωτογραφία που τράβηξε ο παλιόφιλος Μalko Linge ενώ γυρνούσαμε αεροπορικώς από την Ταγγέρη. Εγω είμαι ο τύπος με τον οποίο μιλά η Λια.
Ήμουν εξαντλημένος από ένα μεθυστικό τριήμερο στο Αμπρ Ελ Χαμουτ. Ο Χασάν παλιός συμφοιτητής από το Eton είχε μόλις παντρευτεί και το γεγονός εορτάστηκε ξέφρενα.
Ενώ κουτουλάω από την κούραση και τον πονοκέφαλο, η Λία με περιθάλπει με ένα χαμόγελο και ασπιρίνες. Έχουμε μόλις γνωριστεί και παρόλο που το μόνο που θέλω είναι ύπνος κατεβάζω τρεις ασπιρίνες και δυο κούπες καφέ Κολομβίας (πετάμε πρώτη θέση) και πιάνουμε την πάρλα. Είναι Ελληνίδα γεννημένη στην Γερμανία και δουλεύει στην Lufthansa από τα είκοσί της.
Φτάνοντας στην Φρανκφούρτη μου προτείνει να με πάει με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο μου. Είναι Κυριακή μεσημέρι και η ιδέα φαίνεται καλή έως πολύ καλή. Το Frankfurter Hof είναι στο κέντρο και στον δρόμο για κει με ρωτά αν με πειράζει να περάσει από το σπίτι της που είναι στην είσοδο της πόλης, να βγάλει τις μπότες γιατί την έχουν πεθάνει. Καμία αντίρρηση. Σταματάμε σε ένα δίπατο τουβλογενές γερμανικόσπιτο και με ρωτά αν θα περιμένω ή θα έρθω επάνω. Θα έρθω επάνω.
Η πόρτα της ανοίγει και βρίσκομαι ενώπιον μιας εσωτερικής πισίνας στην οποία επιπλέει ένας καναπές και δύο τραπεζάκια με πορτατίφ, το ένα κόκκινο , το άλλο κίτρινο. Δεξιά μου ένα τεράστιο μπαρ άδειο και αριστερά μια συστοιχία ηχείων παίζουν το summertime . Η Λία γδύνεται και βουτάει στην πισίνα. Το ίδιο κάνω και γω και επιδίδομαι σε ένα μακροβούτι για να την πιάσω. Βγαίνω στην επιφάνεια και ακούω το γέλιο της. Είναι πίσω μου και αρχίζει να με σπρώχνει με δύναμη. Μου λέει, "ξυπνα ρε μαλάκα, φτάσαμε" Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το ΚΤΕΛ Κηφισού, Κυριακή βράδυ, καλοκαιράκι. Με πιάνει μελαγχολία.

bad luck


Εδώ έχουμε μια σπάνια περίπτωση αισιοδοξίας. Ως γνωστόν η πραγματικότητα είναι σχετική. Ως εκ τούτου , έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Ο κύριος Πιραντέλλο έγραψε επ αυτού. Δεν αναφερόταν όμως στον τύπο με το μηχανάκι που πίστεψε βαθειά στο όνειρο με αποτέλεσμα σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές να βρίσκεται σφηνομένος στο όμορφο Triumph που για όσους δεν γνωρίζουν είναι το δεύτερο από δεξια. Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος, πλην όμως οι διασώστες ανακάλυψαν στην τσέπη του μια κάρτα δωρητή σώματος. Θεωρώντας το αυτονόητο, δώρισαν άμεσα το σώμα του στο Μουσείο Ατυχημάτων του Σμέχτερφίνγκεν λίγο έξω από το Λιντς της Αυστρίας. Εκέι το όλο σύνολο περιχύθηκε με συνθετική ρητίνη και δημιουργήθηκε ένα διαφανές -σαν γυάλινο -γλυπτό. Με τον τρόπο αυτό η κατάσταση και των τριών στοιχείων ανθρώπου μηχανακίου και αυτοκινήτου θα διατηρηθεί αναλλοίωτη στο διηνεκές. Εκτίθεται δίπλα στα 23 ωάρια που βρέθηκαν στις σάλπιγγες της Ματα Χάρι και που ο προσεκτικός επισκέπτης θα προσέξει ότι τα 2 είναι γονιμοποιημένα