ΕΓΩ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

ΕΓΩ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

Monday, November 17, 2008

Τα σχόλια


Μέρα πού ναι, ανέβασα τον Βλαντιμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ. Υπεύθυνο για ένα μέρος της δόξας της Αριστεράς. Φαντάζομαι ότι ο Σαμ θα είχε να διηγηθεί κάποια συνάντηση μαζί του αλλά ο Σαμ μας τελείωσε.
Έτσι εγώ απλώς ανέβασα τον Λένιν. Εϊναι βέβαια γυμνός στην σάουνα αλλά δεν παύει να είναι εκείνος. Ένας άγιος της αριστεράς, και δη της μη διασπασμένης σε Σταλινικους και μη.
Δεν τον θυμηθηκα ακριβώς λόγω της ημέρας. Έτυχε να βρω την φωτογραφία του μπροστά μου. Με τους αγίους όλων των κατευθύνσεων δεν τα πάω καλα.
Το μπλόγκ είναι ένας έρημος τόπος γεμάτος αντήχηση. Δεν ξέρω πως τα κατάφερνε ο Σαμ αλλά
εγώ δυσκολεύομαι αφάνταστα. Τόσα λεφτά έδωσα και κάθομαι και το κοιτώ με τις ώρες. Είμαι ακοινώνητος αλλά δεν ήξερα ότι είμαι και άδειος. Δεν βγαίνει τίποτα τις περισότερες φορες. Έχω γεμίσει μισοτελειωμένες αναρτήσεις. Θα μπορούσα να γράψω για μένα, αλλά τι ανοησία να γράφεις για σένα σε ένα μπλογκ. Σαν να δημοσιοποιείς το ημερολόγιό σου. Τι νόημα θα είχε.
Σήμερα έκανα εκείνο και τούτο και σκέφτηκα αυτό και το άλλο και θεωρώ και πιστεύω και κρίμα και μπράβο και τέτοια. Γι αυτό και δεν θέλω σχόλια. Μου αρέσει να διαβάζω και πιθανόν να μου αρέσει και να γράφω αλλά τα σχόλια δεν τα καταλαβαίνω. Είναι δύο ειδών. Τα χτυπήματα στην πλάτη και τα χτυπήματα στα παπάρια. Σιχαίνομαι τα χτυπήματα στην πλάτη, και τα χτυπήματα στα παπάρια πονάνε. Οπότε άστα τα σχόλια. Θα μου πεις μπορεί κάποιος να σου πει κάτι έξυπνο, να ανάψει η συζήτηση. Ελα μωρε. Ποια συζήτηση να ανάψει; Και νομίζεις ότι έχω εγω διάθεση να κοιτάω κάθε τρεις και λίγο το μπλογκ να δω τι μού πανε και να χαρώ και να θυμώσω και να συζητήσω; Και μετά η συζήτηση είναι σαν πυρκαγιά. Πάει όπου γουστάρει. Άντε να την μαζέψεις. Ο καθένας ξεφεύγει από το θέμα γιατί σου πετάει ένα κομμάτι εγώ και χαίρεται. Η συζήτηση δεν γίνεται έτσι χύμα. Θέλει στόχο. Με mail μάλιστα. Λες, λεει, ξαναλες ξαναλέει. Καταλήγετε κάπου. Με κρασί επίσης μάλιστα. Με φασαρία ναι. Με πολύ κόσμο σε καναπέδες ναι. Υπάρχει η ένταση της αμεσότητας.Αλλά με σχόλια όχι. Όχι για μένα. Με κουράζει και με αναγκάζει να είμαι ευγενικός. Και εγω δεν είμαι ευγενικός. Είμαι γουρούνι που φέρεται ευγενικά. Οπότε άστα. Πιέζομαι.
Επένδυσα σχεδόν όλα μου τα χρήματα σε αυτό το μπλογκ. Για να βρώ κάτι που ψάχνω. Ο Σαμ με νομίζει ματσό. Τι παρεξήγηση!
Τώρα ώρα για πατατόσουπα.
Και μια ακόμα φωτό του συντρόφου ως παιδί. Όλοι ήταν κάποτε παιδιά.

Tuesday, November 11, 2008

Το κλείσιμο της πόρτας, και το αεράκι που προκαλεί.



Τώρα που είμαι εδώ μόνος μου, αναρωτιέμαι άν έπραξα σωστά.
Ο Σαμ έφυγε νομίζοντας πως πάει στην Σαγκάη, νομίζοντας ότι ξεμπέρδεψε με τους διώκτες του νομίζοντας ότι είναι ελεύθερος, νομίζοντας ότι το πλοίο θα πιάσει στην Κύπρο, ή οπουδήποτε αλλού. Το καλό με τις συμπτώσεις είναι ότι ερμηνεύονται με διάφορους τρόπους, αναλόγως πως θες να τις ερμηνεύσεις. Ο Σαμ ερμήνευσε τα πράγματα με την δική του ματιά. Παντα ο Σαμ ερμηνεύει τα πράγματα με την δική του ματιά. Η ματιά του Σαμ είναι αυτή που έχει σημασία. Ο Σαμ προκαλεί, εκθέτει, ανακατεύει τα πράγματα, παράγει τυχαιότητα. Ο Σαμ ξεγλυστράει πάντα, βγαίνει από πάνω, νομίζει ότι κάνει ότι γουστάρει.
Την πάτησε όμως. Του την έσκασα. Yeah baby! Yeah! Του την έσκασα του καριόλη! Του μαλάκα! Του αντιπαθητικού! Του ξερόλα! Του βλαμμένου καρακιτσάτου γουνοφορεμένου αρχιηλίθιου! Του γκομενοκυνηγιάρη, μοναχοφάη σκατόψυχου. Αει σιχτίρ Σαμ! Στα τσακίδια!
Παρόλα αυτά αναρωτιέμαι αν έπραξα σωστά....
Κοιτάω τις αναρτήσεις του και βλέπω ότι τον συμπαθώ τον μπαγάσα. Τον λυπάμαι κιόλας. Εγώ βλέπεις είμαι ωραίος ενώ εκείνος είναι σαν σάπιο φυρίκι. Ας είναι.
Φυσικά δεν έχω καμιά διάθεση να γράφω στο blog του. Του υποσχέθηκα να αναρτώ ότι στέλνει, αλλά αν δεν στέλνει (και πως να στέλνει ο δυστυχής..) δεν ξέρω αν θα γράφω εγω. Δεν είναι και ο τομέας μου. Παρόλο που ποτέ δεν ξέρεις....
Ας πούμε τώρα, αυτή την στιγμή, γράφω. Γράφω ότι δεν θα γράφω. Αρα μπορώ να γράφω, αρκει να γράφω ότι δεν θα γράφω. Γεγονός είναι ότι γράφω. Είτε γράφω ότι δεν θα γράφω, είτε γράφω, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό. Γράφω. Δεν γίνεται να μην γράψεις ότι δεν θα γράψεις, γιατί τότε είσαι αγενής και εγώ αγενής δεν είμαι. Είμαι ευγενής. Και special. Και λίγο γουρούνι. Πρέπει να την κάνω τώρα. Αργότερα, νεώτερα.

Saturday, November 1, 2008

Η Mοίρα και ο SpecialMitsos


Τις τελευταίες νύχτες δεν κοιμήθηκα. Τις πέρασα στον καναπέ του διαμερίσματος του Τ.Λ.Κ. στο κέντρο. Στο σπίτι μου δεν μπορώ να πάω πια. Στην πόρτα έχει αναρτηθεί το κατασχετήριο. Το σπίτι μου δεν μου ανήκει. Θα βγει σε πλειστηριασμό καποτε τον Νοέμβρη. Το σπίτι μου με όλα τα προσωπικα μου είδη. Με ότι έχω.
Δεν παραπονιέμαι. Ανησυχώ όμως. Ανησυχώ γιατί τα χρέη δεν θα πληρωθούν έτσι. Είναι πολύ περισσότερα. Ότι έβγαλα τα τελευταία χρόνια τό παιξα στο χρηματιστήριο. Με βάση τις μετοχές μου, είχα πάρει δάνεια για να αγοράσω κι άλλες μετοχές. Έλεγα να πουλήσω τον Δεκέμβρη. Ειχα υπολογίσει να τριπλασιάσω τα λεφτά μου. Και θα τα τριπλασίαζα σχεδόν, αν ήμουν εδώ όταν ξέσπασε η κρίση και προλάβαινα να πουλήσω. Ήμουν όμως στην Αφρική. Έξω από την Χαράρε. Και δεν είχα ούτε ίντερνετ εκει που ήμουν, ούτε άκουσα τίποτα για την κατάρρευση. Έτσι όταν γύρισα ήταν αργά. Μπορώ βέβαια να περιμένω να ξανανέβει, (πάντα ξανανεβαίνει) αλλά δεν θα προλάβω. Βλέπεις δεν δανείστηκα απο τράπεζες. Δανείστηκα από, ας πούμε, ιδιωτικές πηγές. Το σπίτι το ξέγραψα. Και το άλλο στην Μαδρίτη το ίδιο. Τα ξέρουν όλα. Θα μου τα πάρουν όλα. Και πάλι δεν με νοιάζει. Θα επιβιώσω οικονομικά κάπως. Το θέμα είναι να επιβιώσω και κυριολεκτικά. Γιατι δεν αστειεύονται.
Χτες δέχτηκα ένα τηλεφωνημα που με βεβαίωσε για αυτό. Χρειάζεται ακόμα, πέραν των σπιτιών και των μετοχών μου, ένα σεβαστό ποσό για να αποπληρώσω αυτούς τους ανθρώπους. Δεν τους φοβάμαι, αλλά η προοπτική να καταλήξω στο νοσοκομείο με μόνιμες βλάβες ή να αποδημήσω εις τόπον χλοερόν δεν μου είναι ευχάριστη. Έχω πράγματα να κάνω. Πολλά πράγματα.
Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο, αλλά σήμερα ήρθε το επιστέγασμα.
Τη ωρα που κατέβηκα να πάρω κρουασάν και εφημερίδα, ένας χαμογελαστός τύπος με πληροφόρησε ότι θα μου χαρίζονταν τα υπόλοιπα χρέη αν τους παραχωρούσα το blog.
Δεν μπόρεσα καν να απαντήσω. Πήγα να του επιτεθώ αλλά δεν είχε νόημα. Με έπιασε γλυκά από τον σβέρκο και μου είπε " Σκέψου το ρε φίλε, τι ψυχή έχει;"
Τι ψυχή έχει! Τρέμοντας ανέβηκα στο σπίτι. Άνοιξα το λαπτοπ και χάιδεψα την οθόνη του Take a Walk. Οχι, αυτό δεν θα γίνει. Θα τα διαγράψω όλα σκέφτηκα. Το blog θα πεθάνει μαζί μου.
Μπήκα στο Blogger και προσπάθησα να το διαγράψω. Ο κωδικός μου δεν πέρναγε. Μια, δυο , τρεις. Τίποτα. Πήρα έναν φίλο γνωστό γκουρού των κομπιούτερ και του το περιέγραψα. Με άκουσε ταραγμένο και ρώτησε τι τρέχει. Του τα μάσησα και ανησύχησε. Σε 10 ήταν στο διαμέρισμα του Τ.Λ.Κ.
Το blog δεν ξεκλείδωνε με τίποτα. Ο φίλος μου εξήγησε, ότι με κάποιον τρόπο είχαν αλλάξει τον κωδικό μου. Κάπως τον είχαν βρει, πιθανόν με κάποιον ιό, και τώρα ήλεγχαν το blog.
Μετά με ρώτησε τι συμβαίνει. Του τα είπα όλα. Στο κάτω κάτω δεν είχα διαπράξει κανένα έγκλημα, ίσως μόνο αυτό της απληστίας. Δεν μου άξιζε τέτοια τύχη.
Ξαφνικά, μεσα σε αυτό το πηχτό σκοτάδι της απελπισίας, άναψε ένα φως.
Ο φίλος θα με βοηθούσε. Θα πλήρωνε αυτός τους εκβιαστές. Λεφτά είχε αφθονα, αλλά εγώ δεν ήθελα άλλα δάνεια και αρνήθηκα. Δεν πρόκειται για δάνειο είπε. Θα αγοράσω εγώ το blog σου. Το έβρισκα πάντα καταπληκτικό και εξάλλου θα γράφεις όποτε θέλεις.
Έμεινα άφωνος. Η συγκίνηση με πλημμύρισε. Τον αγκάλιασα βουβά.

Την επόμενη μέρα όλα είχαν τακτοποιηθεί.
Οι κακούργοι είχαν τα χρήματα τους και εγώ τον κωδικό. Δηλαδή ούτε αυτόν, γιατί τον έδωσα στον ευεργέτη μου. Τώρα δεν έχω τίποτα. όπως τότε που ήμουν 20 ετών. Η ελευθερία μου είναι απεριόριστη. Νιώθω υπεροχα. Αύριο φεύγω. Με ένα από τα βαπόρια του φίλου. Μπαρκάρω! Πάντα το ήθελα αυτό. Τι περιπέτεια! Θα γράφω όταν έχω καιρό.
Πριν φύγω έχω μια τελευταία υποχρέωση. Να παρουσιάσω τον ευεργέτη μου. Το όνομά του είναι πασίγνωστο αλλά το προσωπό του άγνωστο. Το όνομά του δεν θα το αποκαλύψω, δεν δέχεται με τίποτα,αλλά με την άδειά του θα παρουσιάσω το πρόσωπό του. Και απλά θα αναφέρομαι σ' αυτόν με το παρατσούκλι που του είχαμε κολλήσει όταν σπουδάζαμε στην Οξφόρδη. Τότε όλοι τον ήξεραν ως ο .......

special mitsos



Ο special mitsos, ενας άνθρωπος μεγάλων ταλέντων και τεράστιας γοητείας, αναλαμβάνει από σήμερα το blog. Εγω, ταπεινός υπηρέτης της τέχνης, μπαρκάρω για τα ξένα. Ο special mitsos είναι άνθρωπος βαθειά ακοινώνητος, και έτσι ένας από τους όρους του, είναι ότι δεν υπάρχουν σχόλια στο blog. Υπάρχει όμως το e-mail του, και έτσι μπορεί κανείς να τον σχολιάζει, υμνεί ή σκυλοβρίζει σε καθαρά προσωπικό επίπεδο. Δοκίμασα να τον αποτρέψω αλλά εις μάτην. Ένας άλλος όρος της αγοραπωλησίας είναι ότι δεν θα γράφω ποτέ και πουθενά εκτός από το blog του. (Θεε μου! ακούγεται παράξενο. Το blog του!)΄Ετσι αναγκάζομαι να αποσυρθώ από όλα τα άλλα blog στα οποία έγραφα κατά καιρούς. Κι ένας τρίτος όρος είναι ότι το blog ενώ διατηρεί τον τίτλο του, παίρνει τό όνομα του νεου ιδιοκτήτη και λέγεται specialmitsos.blogspot.com.
Η τελευταία αυτή αλλαγή θα ενεργοποιηθεί σε δυο τρεις μέρες μετά από παράκλησή μου ώστε να ενημερωθούν οι χιλιάδες αναγνώστες.
(Παρεμπιπτώντος ο specialmitsos απεικονίζεται μαζί μου στην φωτογραφία μου με φίλους στην αρχή του blog οπότε δεν γεννάται θέμα αντικατάστασής της.)


Δεν μου μένει τίποτε άλλο. Τίποτε. Έχω έναν κόμπο στον λαιμό και ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αύριο μπαρκάρω για Σανγκάη. Το άγνωστο με περιμένει. Έχω ιδέες και σχέδια. Να δούμε τι θα βγει. Ο παλιόφιλος Sergio Λιναρδάτος έλεγε, "Γιατί αποφεύγεις τις λακούβες μάγκα μου; Αφού γουστάρεις την λάσπη!"
Ναι έτσι είναι. Πρέπει να βρώ τον σκούφο και τα γάντια μου. Φεύγω.

Tuesday, October 28, 2008

Σκυλος Γατα Ψαρι


Τον Δεκέμβρη του 87 τελειώνοντας το διδακτορικό μου στην Στοκχόλμη σκεφτόμουν πως θα γινόταν να επέστρεφα όσο το δυνατόν πιο θεαματικά στην Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό να ρίξω στο κρεββάτι την Κ.Ζ.Τ, τότε πρωτοεμφανιζόμενη γκαλερίστα με τρελλό τουπέ και αμφισήμαντες προτιμήσεις στους άντρες και τις γυναίκες. Την είχα γνωρίσει έναν χρόνο πριν στο
Kunstpalast της Δρέσδης όπου είχα επιμεληθεί μια ρετροσπεκτίβα του Lars Wichsenkopf.
H Κ.Ζ.Τ με είχε αντιπαθήσει εξ αρχής, πράγμα κατανοητό όταν συναντάς έναν τύπο με τεράστια γουνα, ολόγυμνο από μέσα, που πέρδεται ασυστόλως. Όμως η έκθεση είχε επιτυχία και αναγκαστικά βρεθήκαμε να συντρώμε. Της πρότεινα να συνεργαστούμε στην Ελλάδα, όταν θα επέστρεφα. Εγώ εννοούσα την επίτευξη ηδονής, εκείνη την επίτευξη εικαστικών γεγονότων.
Εν πάση περιπτώση και για να μην τα πολυλογώ η πρόταση έπεσε στο κενό. Εκείνη ήθελε ονόματα που να τα ήξερε ο κόσμος κι εγώ ήθελα να τρομάξω τον κόσμο, οπότε δεν βρέθηκε σημείο τομής. Αλλά εμένα μου άρεσε. Όταν ο Wichsenkopf επέστρεψε στην ησυχία του εργαστηρίου του στο Haalsand, του έγινα λίγο φόρτωμα προσπαθώντας να βρω ανάμεσα στους μαθητές του κάποιον, πάνω στον οποίο να μπορώ να στηρίξω ένα λίγο παρακινδυνευμένο σχέδιο που είχα μηχανευτεί για τον ιερό σκοπό μου.
Τον βρήκα στο πρόσωπο του Βαγγέλη Henriksen παντελώς άγνωστου, μπαρόβιου, Ελληνοσουηδού καλλιτέχνη. Με τον Βαγγέλη ταιριάξαμε αμέσως. Όχι μόνο γιατι έκανε μαγικά με το Aquavit όπως κι εγώ, αλλά γιατί έψαχνε κι αυτός έναν εντυπωσιακό τρόπο να πάει στην Ελλάδα για να μπει στο ρουθούνι του πατέρα του, Lasse Henriksen, που σιχαινόταν την Ελλάδα σαν τα κακά του, για τον λόγο ότι ήταν η πατρίδα της Άννας, της τέως συζύγου του και νυν ιδιοκτήτριας της μισής του περιουσίας, την οποία ο Βαγγέλης λάτρευε σαν θεά (την Άννα, όχι την περιουσία).
Έτσι μηχανευτήκαμε την έκθεση "Trapped Animals" .
Εκείνος έκατσε και έφτιαξε σε έξη μήνες 23 γλυπτά, πιστά αντίγραφα διαφόρων ζώων μέσα σε γυάλες στερεωμένες σε ξύλο, κι εγώ ξεκίνησα ένα πρωτοφανές hype, ενεργοποιώντας όποιον ήξερα, οπουδήποτε στον πλανήτη, με ένα κάρο κείμενα, διαλέξεις, παρουσιάσεις και υπονοούμενα προς πάσα κατεύθυνση. Στο τέλος μας παρακαλάγανε να εκθέσουμε.
Η πρώτη ατομική έκθεση έγινε τον Νοέμβρη του 88 στο Louisiana έξω από την Κοπενχάγη. Πανζουρλισμός. Έφερα μέχρι και τον Έλληνα πρέσβη. Ο πρέσβης υποσχέθηκε να βοηθήσει στα τεχνικά της καθόδου της έκθεσης στην Ελλάδα. Νόμιζε ότι επρόκειτο για πασίγνωστο Έλληνα του εξωτερικού. Έλαβα κάποια γράμματα βέβαια, από διάφορους κριτικούς, που ευγενικά αλλά καχύποπτα ζητούσαν πληροφορίες, και στούς οποίους έστειλα πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό με δουλειές του Βαγγέλη από την προεργασία που είχαμε κάνει οι δυό μας, δημιουργώντας ένα αληθοφανέστατο ιστορικό της πορείας του.
Ο στόχος μου ήταν να προσελκύσω την Κ.Ζ.Τ.
Όπερ και εγένετο. Η μητέρα του Βαγγέλη είχε επενδύσει ένα συμπαθητικό ποσο σε ένα έργο από την γκαλερί της και το πράγμα άρχισε να ψήνεται.
Με τα πολλά και την ανένδοτη στάση μου όσον αφορά τον χρόνο και το στήσιμο της έκθεσης η Κ.Ζ.Τ δέχτηκε να ανοίξουμε μέσα Σεπτεμβρίου στην γκαλερί, αλλά τα έργα έπρεπε να έρθουν τον Ιούλιο στη Αθήνα από το Αμβούργο που εκτίθεντο μέχρι τον Μάιο και να παραμείνουν πακεταρισμένα μέχρι μια εβδομάδα πριν την έκθεση. Αυτός ήταν ο ορος μου.

Όλοι είχαν την εντύπωση. ότι τα έργα ήταν από ρητίνη, λάτεξ και συνθετικό νήμα.
Αλλά δεν ήταν.
Ήταν από βούτυρο.

Ο Βαγγέλης τα έβρισκε όλα αυτά καταπληκτικά, στο πνεύμα του Kippenberger και του Beuys κι εγώ είχα ήδη ετοιμάσει μια ολόκληρη φιλολογία για αυτό που θα αντίκρυζε η Κ.Ζ.Τ μόλις τα άνοιγε.
Πρώτα άνοιξαν την Στρουθοκάμηλο, για να αντικρύσουν ένα πράγμα σαν πάστα φλώρα με υπέροχους βυσσινί μύκητες. Οι παρευρισκόμενοι έμειναν εμβρόντητοι. Στα πρόθυρα λιποθυμίας.
Ο Βαγγέλης είπε ένα "θαυμάσια, ε αγόρι μου" κοιτάζοντάς με, κι εγώ προχώρησα και επι πέντε λεπτα παρατηρούσα με αυτοσυγκέντρωση το έργο. Δάκρυσα κι όλας.
Ο Βαγέλης έπιασε ένα λογίδριο περί εφήμερου και μεταβλητής πραγματικότητας. Κανείς δεν έβγαλε κιχ. Όλοι έκαναν τουμπεκί. Θεώρησαν πως έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Η έκθεση σάρωσε. Ήταν αυτή ακριβώς η έκθεση που έκανε την Κ.Ζ.Τ το όνομα που είναι σήμερα.
Ακόμα και τώρα, σε δύο σπίτια, τους ιδιοκτήτες των οποίων γνωρίζω προσωπικα, φιλοξενούνται τα έργα του Βαγγέλη. Νομίζω η Γατα και το Ψαρι, αν και έτσι όπως έιναι σήμερα δεν έχει διαφορά.
Την Κ.Ζ.Τ φυσικά την κατάφερα. Ο Βαγγέλης δεν ξανάφτιαξε τίποτα παρόμοιο. Ζει στο Γκετεμποργκ και έχει αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του. Όταν έχει χρόνο κατασκευάζει μικροσκοπικές μινιατούρες βυζιών. Είμαστε ακόμη φίλοι.

Sunday, October 5, 2008

Ειδα τον Μόρτιμερ


Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Όλα τα ταξίδια ξεκινούν με ένα βήμα.
Μπλέ ήταν τα παράθυρα μπλε και τα φινιστρίνια.
Σίγουρα θα μολόγαγες αν είχες περιστέρι.
Καλή καρδιά και πλάτανος, καλή και πελεκούδα.
Μαρούλα μπες στα δύσκολα, Μαρούλα μπες στα χιόνια.
Σασκούλα ρεν τα μερδεμέ, σασκούλα ρεν τα τρίλια.
Κορκονοσούρα μάνταλο κορκονοσούρα μέλι.
Σουμπρουλουμούς ερκελεμάν, ρολόμπεντρο καρόγιο.

Και πολλά άλλα τέτοια. Μίλαγε πάντα με παροιμίες. Μονολογούσε όλη την ώρα.
Το μυαλό του δεν σταμάταγε ποτέ. Δεν κοιμόταν. Δεν έτρωγε. Μίλαγε ασταμάτητα. Μίλαγε ασταμάτητα. Μίλαγε. Μίλαγε.
Μετα ένας περάστικός κάτι είπε σε έναν άλλο περαστικό και τότε του έγινε μια μεγάλη αποκάλυψη. Έμεινε αποσβολωμένος για πολύ ώρα. Έβρεχε. Έγινε μούσκεμα. Έγινε μούσκεμα ως το κόκκαλο. Πήγε στο πάρκο και βρήκε ένα κουτί. Το γέμισε χώμα. Το πήρε στο δωμάτιό του.
Περίμενε να φυτρώσει κάτι. Περίμενε. Περίμενε. Περίμενε.
Τίποτα.
Ξανάρχισε τα ίδια. Μονολογούσε διαρκώς. Δεν κοιμόταν ποτέ.
Μετά άρχισε να χαράζει στα δέντρα σύμβολα. Ακολουθούσε καθημερινα την πορεία των χτεσινών συμβόλων. Και χάραζε τα καινούρια μόλις τέλειωναν τα παλιά. Στο τέλος όλο το πάρκο ήταν γεμάτο χαρακιές.
Μετά άρχισε να αμφισβητεί την γνησιότητά τους. Έβλεπε περαστικούς και τους ακολουθούσε να δει μήπως πειράζουν τα σύμβολα. Όλη νύχτα έπεφτε σε παραισθήσεις. Έβλεπε μικρούς εφιάλτες. Μικρούς σαν τραπουλόχαρτα. Δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.
Το πάρκο όλο μίκραινε. Κάθε μέρα. Την νύχτα εφιάλτες. Την μέρα σύμβολα στο πάρκο.

Στο τέλος:
Μια τεράστια, τεράστια, κόκκινη φωτεινή επιγραφή με ένα σπιραλ που γύριζε και άκουγες τραγούδια.

Thursday, October 2, 2008

Dj set


Ο John Λυκομήτρος, παλιός συμμαθητής στο νυχτερινό, γνωστός dj του εξωτερικού και ιερωμένος, παίζει την Παρασκευή σε μπαράκι της πλατείας Εξαρχείων.
Θα είμαι εκεί και θα υπογράψω αυτόγραφα σε νέους και νέες.
Παρακαλώ, ένδυμα διαφανές.
Θα σερβιριστεί και σύγκλινο Μάνης.

Friday, September 26, 2008

Σβουτς



Ο Σβούτς ο πίθηκος, είναι ένας από τους κατοίκους του ζωολογικού πάρκου της Χαράρε.
Η λέξη Σβουτς είναι μια κατα προσέγγιση γραφή του ονόματός του μια και δεν είναι δυνατόν να αποδώσουν τα ελληνικά γράμματα την προφορά της λέξης. Ούτε και τα λατινικά γράμματα μπορούν. Έτσι ας τον λέμε Σβουτς.
Το συγκεκριμένο ζωολογικό πάρκο έχει την ιδιομορφία ότι δεν θέτει καμιάς μορφής περιορισμούς στα ζώα. Δεν υπάρχουν κάγκελα να τα χωρίζουν, παρ' εκτός της εξωτερικής περίφραξης, δεν υπάρχουν τάφροι ή γυάλινα παραθυρα ή τοίχοι. Δεν υπάρχει καν συγκεκριμένο μονοπάτι να ακολουθήσει κανείς. Και βέβαια δεν υπάρχουν φύλακες να περιπολούν. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που ρίχνουν συγκεκριμένες ώρες της ημέρας τροφή σε συγκεκριμένους χώρους και μετά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Τα ζώα προέρχονται από διάφορες περιοχές και πρόκειται ως επί το πλήστον για τραυματίες συμπλοκών με κυνηγούς, αυτοκίνητα και ενόπλους διαφόρων χωρών και πεποιθήσεων. Είναι ζώα που έξω θα πέθαιναν σίγουρα και που εδώ έχουν ένα 10% να επιβιώσουν. Τα φέρνουν κατά καιρούς διάφοροι ταγμένοι στην αλληλοβοήθεια και ενίοτε έρχονται μόνα τους ακούγοντας τις φωνές των ήδη ενοίκων. Μιλάμε για αγρια ζώα βέβαια. Μιλάμε για λεοπαρδάλεις, αντιλόπες, ελέφαντες, ύαινες.
Τέτοια ζώα.

Όπως είναι εύκολο να αντιληφθει κανείς δεν πρόκειται για ένα πάρκο που έχει υψηλή επισκεψιμότητα από ανθρώπους. Το κόστος συντήρησης και διατροφής καλύπτεται περιέργως από την βρετανική κυβέρνηση και συγκεκριμένα πρόκειται για ένα κονδύλι που μοιράζεται ανάμεσα στο Imperial College και την Βρετανική Ψυχολογική Εταιρία.
Ο λόγος είναι ότι πρόκειται για ένα σπουδαστήριο συμπεριφοράς και εξέλιξης.

Το πάρκο είναι γιγαντιαίο.
Στην Αφρική οι διαστάσεις έχουν άλλη έννοια από ότι σε εμας.
Το πάρκο είναι τεράστιο. Δεν μιλώ για εθνικό δρυμό παρ' όλα αυτά. Είναι ένας χώρος προσεκτικά και ερμητικά περιφραγμένος με διάφορα βοηθήματα για τους επισκέπτες του.
Κάθε χρόνο πολλοί φοιτητές, μελετητές και άλλοι επιστήμονες περνούν χρόνο παρατηρώντας πράγματα.
Ο Σβούτς λοιπόν, ένοικος εδώ και εννιά μηνες, παρουσίασε μια ασυνήθιστη νευρικότητα την τελευταία εβδομάδα. Συνήθως, λόγω ενός φρικτού τραυματισμού της σπονδυλικης του στήλης από μια άθλια νάρκη, δεν περπατάει με τα τέσσερα αλλά μονο με τα δύο πίσω πόδια. Περιδιαβαίνει τον κήπο και έχει αναπτύξει λίγο πιο ανθρώπινο look.
Αίφνης έγινε νευρικός. Δεν του αρκούσε το κρησφύγετό του και βρισκόταν σχεδόν συνέχεια στην πύλη που είναι και το μόνο μέρος πού υπάρχουν άνθρωποι σε μόνιμη βάση. Τράβαγε τα μπατζάκια των υπαλλήλων, τους έπαιρνε πράγματα, τους κορόιδευε διαρκώς.
Στην αρχή το βρήκαν αστείο και έπαιζαν μαζί του, μα μετά ο Σβούτς σοβάρεψε και άρχισε να σχεδιάζει στον λευκό σοβά της αποθήκης διάφορα σχήματα με τον μαρκαδόρο ένος φρουρού. Στην αρχή σκόρπιες γραμμές μα μετά τα σχήματα άρχισαν να παίρνουν μορφή και ένα πρωί ξυπνώντας οι υπάλληλοι αντίκρυσαν ένα απίστευτα σύνθετο graffiti, μια παράξενη γυναικεία μορφή με χίλια στολίδια και μια αράχνη στο μάτι της.

Το έργο φωτογραφήθηκε πρόχειρα και εστάλη στο Λονδίνο.
Φυσικά δημιουργήθηκε απορία και μερικοί υπέθεσαν απάτη ή φάρσα.
Γεγονός είναι πως μερικές μέρες μετά ο Σβούτς εξαφανίστηκε.
Ειδικό κλιμάκιο σάρωσε το πάρκο χωρίς αποτέλεσμα.
Βρέθηκε μόνο ο μαρκαδόρος σε έναν σωρό από λιονταρίσιες σκατούλες.
Οι σκατούλες φωτογραφήθηκαν επίσης πρόχειρα. Κατόπιν συσκευάστηκαν προσεκτικά και εστάλησαν επίσης στο Λονδίνο.
Μέχρι τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές δεν έχει βγει άκρη για το γεγονός. Έχω λάβει υποσχεση ότι θα κρατηθώ ενήμερος αλλά βέβαια μιλάμε για την Χαράρε και στην Ζιμπάμπουε η επικοινωνία δεν είναι πάντα ομαλή.

Saturday, September 20, 2008

Ζώα με κεραίες


Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι περίεργοι. Είναι ενίοτε και τα κατώτερα όντα. Η περιέργεια, μια ανεξήγητη δύναμη, πιο ανεξήγητη από την σκοτεινή ύλη, πιο δύσκολα κατανοητή από το μποζώνιο του Χιγκς, ή το χιγκόνιο του Μποζ, είναι η πραγματική αιτία που τα πράγματα δεν μένουν στάσιμα. Πως ορίζεις την περιέργεια. Ανάγκη εντυπώσεων; Κάτι σαν πείνα; Γιατί υπάρχει; Γιατί δεν έχουμε μόνο την ανάγκη της τροφής και της αναπαραγωγής. Γιατί η περιέργεια είναι ανώτερη των παραπάνω. Οι ορισμοί των αναγκών σκοντάφτουν πάντα στο ότι υπάρχει μια απλή εξήγηση που κάνει τον ορισμό να περιττεύει. "Γιατί έτσι". "Γιατί έτσι είμαστε κατασκευασμένοι". Α μάλιστα...
Ο Sergio Λιναρδάτος, ένας παλιός ελληνοπερουβιανός συμμαθητής με τον οποίο μοιραζόμασταν
απορίες και αργότερα αλκοόλ, έλεγε ότι τότε, όταν κοίταζε τον ουρανό, κόντευε να τρελλαθεί γιατί δεν χωρούσε ο νους του την έννοια του "που βρίσκεται ο ουρανός. Τι υπάρχει μετά;"
Πρόσφατα σε ένα mail ( ζει στην Γουατεμάλα ως πρόξενος του Περού) του ξαναέθεσα την ερώτηση.
Απάντησε " Don't give a shit anymore, dearest. It's not a question for us. It's not interesting"
Μετά μιλήσαμε για λογοτεχνία.

Monday, September 15, 2008

Ακίνητο


Ο Ευγένιος Δεμούργος-Letraset προκειμένου να πάψει να δέχεται παρακλητικες συνομιλίες χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κατασκεύασε μια δικής του συλλήψεως συσκευή την οποία έχρισε τηλέφωνο και παρόλο που δεν του προσέφερε καμιάς μορφής ασύρματη ή ενσύρματη σύνδεση με οποιοδήποτε δίκτυο, εκείνος επέμενε να τηλεφωνεί με αυτήν.
Στην αρχή η μικρή του αυτή ιδιοτροπία πέρασε με συγκατάβαση και μισόγελα στους γύρω του.
Όσο περνούσε ο καιρός όμως και οι συνομιλίες του πλήθαιναν σε αριθμό και μάκραιναν σε διάρκεια, αποφασίστηκε να του γίνει μια αγαθών προθέσεων συζήτηση μήπως και έρθει στα συγκαλά του.
Κατά την διάρκεια αυτής της συζήτησης και ενώ το αδιέξοδο διαφαινόταν απειλητικό, η συσκευή εξέπεμψε έναν ήχο μεταξύ σειρήνας και κλαρινέτου και ο Ευγένιος ζήτησε συγγνώμη και δέχτηκε την κληση. Μίλησε για πέντε-εξη λεπτά και κατόπιν χαμογελαστός ανακοίνωσε πως έπρεπε να φύγει για μισή ώρα.
Η μισή ώρα έγινε μία και μετά δύο και μετά πολλές πολλές ακόμα. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Η συσκευή έκτοτε παρέμεινε σιωπηλή.
Εκτός από μια φορά κάθε δύο μήνες που διέφευγε από το ακουστικό ένας μικρός γαλάζιος ατμός και ακουγόταν κάτι σαν βρισιά.

Wednesday, August 20, 2008

negative


Ονειρεύομαι άλλες χώρες. Ονειρεύομαι βροχή και κρύο. Όχι πολύ κρύο. Όχι χιόνια και έρημα σπιτάκια. Ονειρεύομαι όμως μακρυά πράσινα μονοπάτια και μολυβένια, σχεδόν ανθρακιά σύννεφα στο βάθος. Ονειρεύομαι βρεγμένα χόρτα και θαλασσινό άνεμο. Τις βροντές των κυμάτων στα βράχια. Το νερό αφρισμένο στις παραλίες και την άμμο βρεγμένη. Παράλογα ονειρεύομαι ότι η θάλασσα δεν είναι κρύα. Ακόμα. Ονειρεύομαι ησυχία.
Ονειρεύομαι ένα άλλο ημισφαίριο. Τι καλά που υπάρχει ένα άλλο ημισφαίριο!

Sunday, July 20, 2008

Σπάνια βροχόπτωση



Χτες έβρεξε. Έριξε μια αλύπητη νεροποντή. Στον κήπο μας στο Λατάρ-Εκρούτς εμφανίστηκαν βατράχια. Είχε να γίνει κάτι τέτοιο από το 79 όταν έιχε ξεχειλίσει το ρέμα της Ποντίκαινας. Έκτοτε το ρέμα σκεπάστηκε για να περάσει ο αυτοκινητόδρομος. Το σπίτι μας είναι πια κάτω από μια εντυπωσιακή γέφυρα σχεδιασμένη από τον Herman Weisweiler. Έργο τέχνης. Την ίδια γνώμη είχαν και τα βατράχια. Έκρωζαν όλη νύχτα προς την γέφυρα. Το πρωί βγήκε ο ήλιος και έπαψαν να ηχούν. Μετά εξαφανίστηκαν. Τα βρήκαμε αργότερα δολοφονημένα από αγνώστους. Ο γιός της γειτόνισσας θύμωσε τόσο που κραδαίνοντας το αντιαρματικό του Αγάπαθλου βγήκε στην γύρα να εκδικηθεί. Το βράδυ γύρισε αναψοκοκκινισμένος και πολύ γηραιότερος. Άφησε κάτω το όπλο και έφτυσε έξω από το παράθυρο. Μετά μας κέρασε ρακή.
Άντε μωρέ καρντάσια! είπε. Και έφτυσε έξω από το παράθυρο. Την θεία Φρίντα την έπιασαν τα κλάμματα.

Thursday, July 17, 2008

Το Εργοστάσιο των παιχνιδιών. (Επίλογος)


Το καλοκαίρι του 2008, ένα καλοκαίρι με μεγάλες αλλαγές, ένα καλοκαίρι δίσεκτου έτους και άρα ολυμπιακού, δύο Έλληνες τουρίστες περιδιαβαίνουν τα σοκάκια της Arles, στην Provence, στην νότια Γαλλία. Σταματούν σε ένα παράξενο κατάστημα, κάτι σαν παλαιοπωλείο που όμως είναι γεμάτο σκονισμένα παλιά frisbee. Τους κάνει εντύπωση και μπαίνοντας πιάνουν την κουβέντα με τον ιδιοκτήτη, έναν εικοσπεντάχρονο φευγάτο Γάλλο γεμάτο τατουάζ και δαχτυλίδια. Τους μιλά για τα Pascal, τα καλύτερα Frisbee που κατασκευάστηκαν ποτέ και που λίγα πιά υπάρχουν. Τα πουλάει μόνο σε συλλέκτες και γνώστες, και περνάει τον χρόνο του μεταξύ μαγαζιού, σέρφινγκ και βέβαια Frisbee. Τον ξαναβλέπουν μετά από δυο τρεις μέρες και πίνουν μαζί καφε. Ο Constantine τους καλει για φαϊ. Μένει σε ένα παράξενο μέρος, ένα κοινόβιο παλιών χίππιδων με την μητέρα του και κάποιον που αποκαλεί GG και δεν είναι σαφές τι του είναι. Ο GG είναι ένας τύπος κοντά στα 70 που έχει μια υπεροχη καλύβα στο κοινόβιο, γεμάτη βιβλία του Ιουλίου Βερν και διάφορα παράξενα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων μεταλλικά Frisbee καθώς και ενα αλαβάστρινο.Είναι συμπαθέστατος και πιάνουν κουβέντα. Είναι ειδικός στα Frisbee και τους μιλα για την ιστορία των Pascal των καλύτερων Frisbee του κόσμου. Τους λέει πως παράχθηκαν στην Ελλάδα, την χώρα τους, και μόνο για τρία χρόνια από το 78 μέχρι το 81. Τους λέει για τον μυθικό Pascal τον μεγάλο πρωταθλητή και σχεδιαστή των Frisbee που χάθηκε κάνοντας ιστιοπλοϊα με το ξύλινο σκάφος του και τους δείχνει μια φωτογραφία του εργοστασίου. Στο προαύλιο βλέπουν ένα άγαλμα του ίδιου του Pascal σε φυσικό μέγεθος, και τους εξηγεί ότι είναι χυτό, φτιαγμένο από το ίδιο το υλικό των Frisbee. Τους μιλά για τον σεισμό του 81 που άφησε το εργοστάσιο άχρηστο και την κόντρα του ιδιοκτήτη, κάποιου Τζούφρα με το ΠΑΣΟΚ που τον οδήγησε στην χρεοκοπία. Τους λέει όμορφες ιστορίες και κατορθώματα με Frisbee.
Μετά τους δείχνει μια μάντρα στην οποία εκτρέφει σπάνιες ράτσες προβάτων και τις διασταυρώνει μεταξύ τους. Είναι με κάποιον τρόπο ο γιατρός του κοινοβίου. Υπέροχος άνθρωπος. Αργά την νύχτα, γοητευμένοι και μεθυσμένοι φεύγουν.
Την άλλη μέρα, την μέρα που φεύγουν, περνούν από το μαγαζί και ο Constantine τους πουλά ένα pascal σε καλή τιμή.
Στην Ελλάδα το ψάχνουν λίγο στο google. Βρίσκουν διάφορα στοιχεία αλλά το πιο εντυπωσιακό αφορά το άγαλμα του Pascal.
Ο μύθος λέει πως το άγαλμα εκλάπη λίγο μετά την χρεωκοπία του εργοστασίου από άγνωστους. Λέει ακόμα πως του έγινε κανονική κηδεία κάπου στις εκβολές του Εύηνου στην Αιτωλοακαρνανία, γεγονός που υποτίθεται συγκέντρωσε μανιακούς του αθλήματος από όλο τον κόσμο. Άγνωστο γιατί, άγνωστο από ποιούς. Άγνωστο πότε και άγνωστο που ακριβως. Και βέβαια άγνωστο αν πρόκειται για φήμη ή όχι. Κανένα στοιχείο. Το μόνο επιβεβαιωμένο γεγονός είναι ότι ο Τζούφρας εξαφανίστηκε επίσης μυστηριωδώς με διάφορα εντάλματα περί χρεών και παραβάσεων να εκκρεμούν εις βάρος του. Δεν ξανάκουσε κανείς ποτέ για αυτόν.

Monday, July 14, 2008

Το Εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος πέμπτο)



link στο τέταρτο μέρος
link στο τρίτο μέρος
link στο δεύτερο μέρος
link στο πρώτο μέρος



Ο Mel Ferrer κοίταξέ τον Mel με λαμπερό βλέμμα. O Mel κοίταξε τον Mel Ferrer άναυδος.
Μετά η έμφυτη ευγένεια του Mel νικησε.
Ο κύριος Τζούφρας; είπε. Αισθανόταν το μυαλό του να πάλλεται σαν τσούχτρα.
Ο κύριος Τζούφρας απάντησε ήσυχα. “Ο κύριος Τζούφρας αγαπητέ δεν είμαι εγώ. Απεβίωσε προ ετών. Μεγάλη απώλεια. Εγώ λέγομαι Pascal Lartigue. Να ελπίσω ότι συνομιλώ με τον Mel Τζιριλή;”
Ο Mel εξέπνευσε με δύναμη και στηρίχθηκε στον τοίχο. Γαμώ τα Frisbee και όλους τους βλαμμένους ηλίθιους κωλοσκατάδες φίλους του πατέρα μου σκέφτηκε. Ή μάλλον δεν σκέφτηκε γιατί να σκεφτεί δεν μπορούσε.
Βρισκόταν σε μια κατάσταση σαν ύπνωση. “Μα ελάτε φίλε μου, ελάτε να πιούμε ενα Calvados και να σας τα πω όλα. Τώρα πια όλα θα φτιάξουν. Μην ανησυχείτε”
Τι θα φτιάξει δηλαδή;
Τον έσπρωξε σε ένα ροζ δωμάτιο με πρασινα σοβατεπί. Ένας τεράστιος γωνιακός καναπές έβλεπε προς την τζαμαρία. Διάφοροι πίνακες και φωτογραφίες στους τοίχους. Απεικόνιζαν δισκοβόλους. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον Mel.
Το πρώτο Calvados ούτε το κατάλαβε. Το δεύτερο ελάχιστα. Ο άλλος εξακολουθούσε να έχει ένα βλέμμα αβροφροσύνης, αληθινά όμως φιλικό.
Στο τρίτο ποτό ο Mel ρώτησε τον Pascal-Τζούφρα-Mel Ferrer: “Είσαι ο γιός του Jacques έτσι;”
“Κατά έναν τρόπο ναι. Κατά άλλον όχι.”
O Mel παραιτήθηκε. Το μυαλό του άδειασε. Κάποιος έβγαλε την τάπα και άδειασε. Σκέφτηκε ότι πιθανόν να βρίσκεται σε ένα όνειρο, όλα αυτά δεν είχαν λογική αλλά και η πιθανότητα να είναι σε όνειρο ήταν εξίσου παράλογη.
Ο άλλος ξαφνικά συνοφρυώθηκε και άρχισε να μιλάει.
“Κάποτε το όνομά μου ήταν Πασχάλης Πασχάλης. Γεννήθηκα στο Ευηνοχώρι της Αιτωλοακαρνανίας αλλά μεγάλωσα στην Πάτρα. Βρέθηκα στην Γαλλία για να σπουδάσω λυρικό τραγούδι αλλά λόγω της ομοιότητάς μου με τον Mel Ferrer μείον 20 χρόνια είχα τέτοια επιτυχία στις κυρίες που οι σπουδές γρήγορα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Ημουν ο Pascal Pascal και πέρναγα θαύμα. Την βγάζαμε στις παραλίες και τα κοσμικά θέρετρα, ένα νέφος χαλαρών ανθρώπων με σκοπό τη διασκέδαση. Εκείνο τον καιρό ξεκινησε ο μόδα του Frisbee. Καθότι παραλιόβιοι παίζαμε σαν τρελλοί. Οργανώναμε τουρνουά και πρωταθλήματα, στην αρχή για πλάκα μετά πιο σοβαρά. Στο τέλος στήσαμε ένα πρωτάθλημα Γαλλίας. Μαντέψτε ποιός το κέρδισε. Pascal le Grand. Με παρακολουθείτε;”
Ο Mel έγνεψε ναι.
“ Εκέινο τον καιρό λοιπόν βρικόμουν στην Deauville για έναν αγώνα κι έτυχε να συναντήσω την Ρεβέκκα. Ομολογώ ότι είχα ένα φλερτάκι με κάποια φίλη της μα η ίδια ήταν μια γλυκύτατη κυρία και τελείως πιστή στον απόντα σύζυγό της. Αλληλογραφήσαμε για ένα διάστημα και όταν το επόμενο καλοκαίρι βρέθηκα στην Νικαια με προσκάλεσε για φαγητό. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν βρέθηκα εμπρός σε κάποιον που μου έμοιαζε τόσο που θα μπορούσε να είναι πατέρας μου. Ο Jacques φυσικά. Η Ρεβέκκα ήταν άνθρωπος με μεγάλο χιούμορ και άλλη τόση έφεση στις χαριτωμένες ίντριγκες. Στην αρχή είπε στον Jacques ότι είμαι γιός του και με ‘στειλε σ’ αυτήν η μάνα μου, μια πόρνη της Βραζιλίας, μετά τον καθυσήχασε ότι είμαι γιός του Mel Ferrer και με γνώρισε στο bridge και τέλος του είπε την αληθινή ιστορία. Εκείνος την άκουγε με χαμόγελο. Την αγαπούσε τρελλά και την έβρισκε διασκεδαστική. Ένα είδος Μελίνας Μερκούρη και Ντασσέν ήταν οι δυό τους Θεός σχωρέστους.”
Δάκρυσε.
O Mel τον κοίταζε σαν να ήταν διάφανος.
“ Με την συζήτηση το θέμα πήγε στα Frisbee. Ο Jacques μας είπε για την Αμερική και την Ιαπωνία που είχε δει ανθρώπους να παίζουν με τις ώρες κι εγώ του είπα για τις επιτυχίες μου.
Γελάσαμε και περάσαμε ωραία. Τον παρακάλεσα αν βρει κάτι καλό στα ταξίδια του να μου το φέρει και το υποσχέθηκε.
Πέρασε καιρός.
Κάποια στιγμή λαμβάνω ένα τηλεφώνημα από την Ρεβ (έτσι την έλεγα) που με καλεί να συζητήσουμε μια ιδέα.
Την ιδέα την είχε κάποιος δαιμόνιος Έλληνας, ιδιοκτήτης μιας εταιρίας ονόματι G-France που έκανε εμπόριο με την Ελλάδα. Έχοντας ισχυρότατες διασυνδέσεις με την χούντα είχε κάπως εξασφαλίσει το αποκλειστικό προνόμιο να κατασκευάσει Frisbee στην Ελλάδα. Μιλάμε για αποκλειστικότητα στην παραγωγή και την διάθεση. Επί χούντας έκανες ότι ήθελες ξέρετε!”
H τσούχτρα στο κεφάλι του Mel έιχε αρχίσει να αναβοσβήνει.
“ Σύμφωνα με αυτόν τον τύπο κανένα άλλο Frisbee δεν μπορούσε να πωληθεί στην Ελλάδα. Και είχε επιπλέον εξασφαλίσει και ένα τεράστιο δάνειο. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει εργοστάσιο.
Υπήρχαν όμως δύο προβλήματα.
Δεν είχε ιδέα πως φτιάχνεται ένα Frisbee και με το αληθινό του όνομα δεν γινόταν να βγεί στην πιάτσα διότι τους είχε φεσώσει όλους παλαιότερα.
Έτσι απο το G-France έγινε το Τζούφρας. Το μικρό του ήταν Κωνσταντίνος. Και το πραγματικό του Τζιριλής, εξ ού και G-France. Σας λέω επί χούντας κάναμε ότι θέλαμε.”
Του Mel του έφυγε μια πορδή. Χωρίς να το θέλει.
“ Ο πατέρας σας ήταν περιπτωση ανθρώπου. Αυτοκαταστροφική ιδιοφυία. Τόσο αποτελεσματικός και ταυτόχρονα τόσο επιπόλαιος. Είμαι σίγουρος ότι με καταλαβαίνετε.
Είχε πείσει τους χουντικούς ότι θα έφερνε τον πιο επιφανή Γάλλο ειδικό και τα ελληνικά Frisbee θα πετούσαν σε όλον τον κόσμο. Επιπλέον τους είχε λαδώσει μέχρι σκασμού. Ο Γάλλος ειδικός ήμουν εγώ. Μόνο που δεν ήμουν Γάλλος. Έτσι έπεισε τον Jacques να με υιοθετήσει. Και ιδού ο Pascal Pascal Lartigue. C’ est moi!”
Ο Mel ανασηκώθηκε λίγο. Έβαλε άλλο ένα Calvados.
“Στο μεταξύ ο Jacques είχε καταφέρει να μαζέψει δείγματα, καλούπια και μήτρες Frisbee από την Ιαπωνία καθώς και να παραγγείλει ένα μηχάνημα, μια πρέσσα κατασκευης τους, από την Αμερική. Το εργοστάσιο χτίστηκε όπως βλέπετε, αλλά τρία ατυχή περιστατικά συνέβησαν που μας ανάγκασαν να φτάσουμε μόνο μέχρι τα άτυπα εγκαίνια του κτιρίου το 1972 και να μην προχωρήσουμε. Πρώτον πέθανε ο Jacques πριν προλάβει να φορτώσει τον μηχάνημα το οποίο εννοείται θα φέρναμε λαθραία, δεύτερον πέθανε ο πατέρας σας στο όνομα του οποίου είναι η επιχείρηση και τρίτον και κυριότερον έπεσε η χούντα.
Με παρακολουθείτε;”
Ναι, σας παρακολουθώ, είπε ο Mel. Και σκέφτηκε “Εξαφανίσου! Γίνε καπνός!”
Ο Pascal συνέχισε. “ Έτσι έμεινα εγώ να κάθομαι εδώ εγκλωβισμένος, καθότι το εργοστάσιο ανήκε σε κάποιον ανύπαρκτο και επιπλέον νεκρό, το μηχάνημα να είναι σε μια αποθήκη στο όνομα κάποιου επίσης νεκρού, τα χρήματα στον λογαριασμό του πατέρα σας στην Ελβετία και τα πρωτότυπα μαζί με τις μήτρες στο σπίτι της Ρεβ που έπασχε από προχωρημένο Αλτσχάιμερ. “

Ο Mel πάγωσε. “Μα η διαθήκη…….” πήγε να πει. O Pascal τον σταμάτησε.
“Αγαπητέ μου η Ρεβ είχε χρόνια την αρρώστια. Όταν ο Jaqcues πέθανε εκείνη δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τίποτα. Μην ξεχνάτε ότι είμαι επισήμως γιός του άλλα όχι δικός της. Έτσι το σπίτι θα χανόταν γιατί ήταν στο όνομά της και εξάλλου εγώ δεν είχα εύκολη πρόσβαση. Επιπλέον δεν μπορώ να φύγω από την χώρα λόγω κάποιων βερεσέδων με τις αρχές. Δεν είναι απλά τα πράγματα. Έτσι σκέφτηκα το κόλπο με την διαθήκη και τα γράμματα. Δεν είναι η πρώτη φορά που πλαστογραφώ ξέρετε και ο καλός μου Constantine Sitpard, ο δικηγόρος που γνωρίσατε, είναι φίλος από τα παλιά. Εξάλλου δεν επρόκειτο περί καμιάς απάτης. Σας χαρίσαμε ένα σπίτι που θα το έπαιρνε το κράτος. Σας διαβεβαιώ η Ρεβ πέθανε από φυσικά αίτια. Ήταν θέμα χρόνου όταν τα μηχανεύτηκα αυτά. Και ήταν ο μόνος τρόπος να σας βάλω στο παιχνίδι οικειοθελώς και να σας κεντρίσω την περιέργεια.

“Να με βάλετε σε ποιό παιχνίδι;”
“Στο παιχνίδι που λέγεται “Εργοστάσιο Παιχνιδιών Κωνσταντίνος Τζούφρας και υιος” Ο υιός είστε εσείς κύριε Τζούφρα.”

Ο Mel έκανε μια κίνηση να μιλήσει αλλά ο Pascal συνέχισε.
“Ο πατέρας σας ήταν ιδιοφυία κύριε Τζούφρα. Είχε ήδη κάνει μια νομική πράξη υιοθεσίας σας ως Τζούφρας. Μένει η υπογραφή σας. Ο κύριος Κωνσταντίνος Τζιριλής έχει από καιρού υπογράψει. Έτσι πριν υπογράψετε, θα πάτε στην Ελβετία ως κληρονόμος του μπαμπάς σας του Τζιριλή, μετά θα υπογράψετε και θα αποκτήσετε αυτό εδώ το υπέροχο εργοστάσιο ως Τζούφρας και θα ξεκινήσουμε την παραγωγή. Τα διαδικαστικά των μηχανηματων θα τα αναλάβετε εσείς.
Δεν θα χάσετε τίποτα και θα κρατήσετε και τα χρήματα του σπιτιού.
Και επιπλέον θα έχετε και κέρδη. Τα Frisbee θα σκίσουν. Τι λέτε;”

Ο Mel για κάποια δευτερόλεπτα δεν μίλησε. Μετά ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. O Pascal, του χαμογέλασε και τον οδήγησε στο πισω μέρος του παράξενου διαμερίσματος.
Στην τουαλέτα με τα καφέ γυαλιστερά πλακάκια ο Mel έκανε έναν ωραίο εμετό και μετά έβαλε το κεφάλι του κάτω από την βρύση. Βγήκε σε λίγο κάπως αναμαλλιασμένος.

Κοίταξε τον άλλον στα μάτια. “Ακούστε κύριε Pascal pascal ή όπως αλλιώς σας λένε. Όλα αυτά δεν με αφορούν. Δεν είμαι ο πατέρας μου και δεν θέλω να έχω σχέση. Κρατήστε τα Frisbee, θα σας φέρω και τα υπόλοιπα, εν ανάγκη πάρτε και τα χρήματα του σπιτιού και αφήστε με ήσυχο. Πρώτον δεν είμαι για τέτοια και δεύτερον έχω μια δουλειά και μια καριέρα.
Δεν σας ξέρω και δεν με ξέρετε και ας μείνει αυτό έτσι. “
Ήθελε να σηκωθεί και να φύγει αλλά δεν σηκώθηκε. Περίμενε να πει κάτι ο άλλος.
“Φίλε μου σας καταλαβαίνω. Αλλά σας έχω μεγάλη ανάγκη. Είμαι εγκλωβισμένος εδώ χωρίς χρηματα και χωρίς την δυνατότητα να κάνω οτιδήποτε. Φοβάμαι ότι πρέπει να βοηθήσετε. Κι εγώ ως αντάλλαγμα
δεν θα κινησω υποψιες περί πλαστογραφημένης διαθήκης ούτε περί αρσενικού στο στομάχι της μακαρίτισας. Είστε ο μοναδικός κληρονόμος. Και έιστε και γιατρός με πρόσβαση σε αρσενικό. Και ταξιδεύετε συχνά στην Γαλλία. Μην το ξεχνάτε!”
Μα είπατε για φυσικά αίτια….., πήγε να πει ο Mel.
“Ναι, αυτό ισχύει φίλτατε. Δεν θα σκότωνα ποτέ την Ρεβ. Περίμενα υπομονετικά να πεθάνει. Δεν είχα άλλη επιλογή. Αλλά φρόντισα πριν την κηδεία να της γίνει μια ωραία ένεση αρσενικού στην κοιλιά. Τα ίχνη θα βρεθούν, μην ανησυχείτε!”
Του Mel του ήρθε μια σκοτοδίνη. Ήταν έξαλλος και ταυτόχρονα φοβισμένος. Δεν έβρισκε διέξοδο και ήθελε να γίνει κάτι και να αλλάξει κανάλι, να δει άλλη ταινία. Αλλά ήταν το 1976 και τα δυο κανάλια έπαιζαν
τρίχες. Έτσι έκανε το μόνο που μπορούσε. Αποφάσισε να κερδίσει χρόνο.
Είπε, “ θα κάνω ότι θέλετε. Αλλά να τα συζητήσουμε όλα αναλυτικά παρακαλώ.” Είχε σκοπό να βρει τρόπο να ξεφύγει. Αλλά έπρεπε να ξέρει περισσότερα.
Ο Pascal τον πήρε θερμά στην αγκαλιά του. “Όλα θα πάνε καλά αγαπητέ μου Mel. Όλα θα πάνε υπέροχα!”
O Mel κλεισμένος ερμητικά στην αγκαλιά του αναρωτήθηκε που μπορεί να βρει αρσενικό.

(ακολουθεί επίλογος)

Friday, June 27, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος τέταρτο)



link στο πρώτο μέρος
link στο δεύτερο μέρος
link στο τρίτο μέρος

Την Δευτέρα τα πράγματα στο γραφείο ήταν δύσκολα. Υπήρχαν θέματα με την επάρκεια μερικών προϊόντων και πέρασε την μέρα του στο τηλέφωνο με πελάτες προσπαθώντας να βρει λύσεις. Γύρω στις μία κατάφερε να ξεκλέψει χρόνο για διάλειμμα και στον δρόμο για το εστιατόριο που έτρωγε με τους συναδέλφους σταμάτησε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Για κάποιον λόγο δεν ήθελε να πάρει από την εταιρία. Αν κάποιος τον άκουγε να μιλάει άντε να εξηγήσει. Το τηλέφωνο το σήκωσε μια γυναίκα. “Λέγετε!” “Παρακαλώ τον κύριο Τζούφρα;” “Ποιός τον ζητεί παρακαλώ;” “Τζιριλής, αν και δεν νομίζω να με γνωρίζει” “ Για ποιό θέμα παρακαλώ;” Εκεί ο Mel κόλλησε. Το μόνο που του ήρθε ήταν “Exω πρόβλημα με ένα προϊόν σας”
Η γυναικεία φωνή έκανε μια παύση και είπε “Μάλιστα. Περιμένετε παρακαλώ”.
Ξαφνικά ο Μελ είχε τρομερή αγωνία. Τι κάνω ρε γαμώτο, σκέφτηκε. Τι δουλειά έχω εγώ με τον Τζούφρα που δεν ξέρω κάν τι σχέση έχει με τα σκατοfrisbee και το πιο πιθανό είναι να με περάσει για τρελλό. Που μπλέκω και γιατί. Όμως η περιέργεια είναι άγριο πράγμα. Τον κράτησε στο ακουστικό ώσπου άκουσε μια βουτηρένια ένρινη φωνή να λέει “Παρακαλώ;” “Ο κύριος Τζούφρας;” “Ο ίδιος” “Τζιριλής κύριε Τζούφρα. Έχω αγοράσει ένα προϊόν σας και φοβάμαι ότι….” “Τι προϊόν κύριε Τζιριλή;” “Ενα frisbee” “Tι μου λέτε;” “Μάλιστα” “ Και τι πρόβλημα έχει παρακαλώ;” Ο Mel ξανακόλλησε. “ Ε, να , δεν πετάει καλά” Ο Mel ήταν σίγουρος ότι θα του κλείσουν το τηλέφωνο αλλά περιέργως ο συνομιλητής του φάνηκε να ενδιαφέρεται. “ Μα αυτό είναι σοβαρότατο. Πρέπει να μας το φέρετε πάραυτα. Μήπως έχετε περισσότερα από ένα κύριε Τζιριλή;” “ Ε ναί έχω τρια τέσσερα” “Πετάνε τα άλλα;” “ Μόνο ένα πετάει” είπε ο Mel που πιά είχε μπει σε τελείως σουρεαλλιστικό κλίμα και έλεγε ότι νά’ναι.
“Κύριε Τζιριλή θα μπορούσα να στείλω κάποιον να τα πάρει να τα ελέγξουμε, αλλά είμαι σίγουρος ότι αν έρθετε ο ίδιος στις εγκαταστάσεις μας στα Μέγαρα θα σας εξυπηρετήσουμε πληρέστερα και εκτός αυτού θα μπορέσω και να κατανοήσω εις μεγαλύτερο βάθος την φύσιν του προβλήματος που αντιμετωπίζετε με το προϊόν μας.” Παράνοια, σκέφτηκε ο Mel, πλήρης παράνοια. Άκου τι συζητάμε με τον άνθρωπο! Όμως είπε
“Βεβαίως κύριε Τζούφρα, βεβαίως. Θα μπορούσα προς το τέλος της εβδομάδας.” “Θαυμάσια αγαπητέ” είπε ο Τζούφρας και κανόνισαν για την Πέμπτη στις τέσσερεις το μεσημέρι, στην παλιά Εθνική λίγο πριν τα Μέγαρα. Εκει ήταν το εργοστάσιο.
O Mel πήγε για φαγητό αλλά του είχε κοπεί η όρεξη. Κάτι δεν ήταν λογικό στην συζήτηση. Τρίχες συζήτηση. Frisbee που δεν πετάνε και κολοκύθια τούμπανα.
Σκέφτηκε ότι το πράγμα ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας. Σκέφτηκε ότι η νονά του και ο Τζούφρας του έκαναν πλάκα. Αλλά σκέφτηκε ακόμα ότι αν όντως ήταν έτσι τότε άξιζε να δει τι πλάκα ήταν αυτή. Από την άλλη το πιο πιθανό ήταν ο Τζούφρας να νόμισε ότι είχε να κάνει με κάποιον υποχόνδριο ψυχάκια, που περνούσε την ώρα του βρίσκοντας ελατωματικά προϊόντα. Πιθανόν να ήθελε να γελάσει εις βάρος του. Ή βέβαια να τον πλακώσει στο ξύλο. Η τελευταία πιθανότητα ήταν λιγότερο διασκεδαστική αλλά και λιγότερο πιθανότητα.
Έτσι την Πέμπτη ο Mel έφυγε λίγο νωρίτερα από το γραφείο, φόρτωσε είκοσι made in Japan και είκοσι Pascal στο Φολκσβαγκεν Variant του και ξεκίνησε για το ραντεβού.
Το εργοστάσιο ήταν ένα μεγάλο, τετραόροφο, πράσινο κτίριο σε μια πάροδο της παλιάς εθνικής λίγο μετά μια διάβαση του τραίνου. Οι οδηγίες του Τζούφρα ήταν ακριβέστατες. Εκ πρώτης όψεως του φάνηκε εγκαταλελειμμένο αλλά σκέφτηκε ότι ήταν η ώρα τέτοια και οι εργάτες είχαν φύγει. Πέρασε την πύλη με την επιγραφή “ Pascal Παιχνίδια Ποιότητας” και πάρκαρε στο προαύλιο δίπλα σε ένα μικρό ξύλινο κοτεράκι τοποθετημένο πάνω σε μια σκαλωσιά. Ιστιοπλόος ο Τζουφρας σκέφτηκε.
Εκτός από το δικό του το μόνο άλλο αυτοκίνητο στο προαύλιο ήταν μια Lancia Aurelia ελαφρώς ταλαιπωρημένη αλλά πεντακάθαρη. Μερικές παλέτες εδώ και κει και μεγάλα άδεια πλαστικά βαρέλια. Μια αποθήκη από ελλενίτ, μια μεγάλη συρόμενη πόρτα που μάλλον οδηγούσε στους χώρους παραγωγής και μια μικρότερη που φαινόταν να είναι η σωστή.
Η πορτα ήταν κλειστή. Δύο κουδούνια, Pascal και Κ.Τζούφρας. Στο Pascal δεν απάντησε κανεις. Στο Τζούφρας ακούστηκε μια φωνή από το μεγάφωνο: “Τέταρτος” και ταυτόχρονα η πόρτα άνοιξε.
Βρέθηκε σε μια τεράστια άδεια αίθουσα. Αριστερά του ένα ασανσέρ. Ο ήλιος έμπαινε από την τζαμαρία και η αίθουσα ήταν κατάφωτη. Κατάφωτη, λευκή, σκονισμένη και άδεια
Μπήκε στο ασανσερ και πάτησε 4. Το ασανσερ ήταν βιομηχανικό αλλά επενδεδυμένο με καπλαμάδες και νικέλια έτσι που μάλλον έμοιαζε για ασανσερ μεγάλου ξενοδοχείου.
Στον τέταρτο η πόρτα άνοιξε από το χέρι του οικοδεσπότη του και ο Mel βρέθηκε κατευθείαν σε ένα τεράστιο λίβινγκ ρουμ βαμμένο σωμόν που έβλεπε την Σαλαμίνα. Ο άνθρωπος που του άνοιξε την πόρτα ήταν σαραντάρης, και ίδιος ο Mel Ferrer. Στα νιάτα του.

Tuesday, June 24, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος τρίτο)



Λινκ στο πρώτο μέρος
Λινκ στο δεύτερο μέρος

O Mel εκτός από το θλιμμένο του χαμόγελο απέμεινε και με αρκετές απορίες. Ήταν τρελλή η Σαγιώ; Τι είδους παράξενο φετίχ ήταν αυτά τα frisbee; Γιατί του τα άφησε; Για ποιό λόγο μια τέτοια ιστορία να την μοιραστεί μαζί του; Και σιγά δηλαδή την ιστορία. Μια μη-ιστορία. Δεν συνέβει τίποτα που να δικαιολογεί την λέξη ιστορία σε αυτή την αφήγησή της. Μια εμμονή με κίνητρο κάτι που μπορεί και να ήταν στο μυαλό της. Και ο άντρας της δεν είχε απορήσει με όλα αυτά τα frisbee; Δεν τα έβλεπε; Δεν γύρναγε ποτέ; Η δικαιολογία με την υποτιθέμενη μανία του Mel ήταν τουλάχιστον σαθρή.
“Τι να πω!”μονολόγησε και πήγε προς την πόρτα του δωματίου που χρόνια τώρα χρησίμευε ως αποθήκη. Οι τρεις κούτες, ακόμα κλειστές ήταν τώρα κοντά έναν μήνα στο σπίτι. Δεν είχε θελήσει να τις ανοίξει ακόμα. Δεύτερο γράμμα είναι αυτό. Πού ξέρεις;
Άνοιξε την πάνω πάνω. Έπιασε το πρώτο frisbee που βρήκε, ένα κόκκινο με μια φωτογραφία ενός φοινικόδεντρου στο κέντρο. Αχρησιμοποίητο. Καλή ποιότητα. Λείο, με γυαλιστερό πλαστικό, καθόλου στραβό και άγριο όπως αυτά που βρίσκεις στα περίπτερα το καλοκαίρι. Το περιεργάστηκε λίγο. Made in Japan.
Πηρε το επόμενο. Κίτρινο με κόκκινα νερά. Στο κέντρο ένας ανάγλυφος ιππόκαμπος. Made in πουθενά. Όμως στο χείλος το όνομα της εταιρίας. Pascal. Pascal; Pascal! Ti Pascal δηλαδή;
Πήρε ένα τρίτο. Γαλακτώδες ημιδιάφανο πλαστικό. Πολύ όμορφο. Made in Japan. Εταιρία καμιά. Ένα τέταρτο. Made in Japan. Ένα πέμπτο. Pascal.
Τώρα εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Mel λόγω της ιατρικής του ιδιότητας δεν πίστευε και πολύ στις συμπτώσεις. Ήταν άνθρωπος των στοιχείων, των αποδείξεων και της αιτιότητας. Κάτι προκαλείται από κάτι για κάποιον λόγο. Αυτό πίστευε. Η όλη ιστορία με την κληρονομιά του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και αυτό το Pascal στο frisbee δεν ήταν δυνατόν να ήταν τυχαίο. Πρώτον θα του έγραφε κάτι σχετικό η Σαγιώ στο γράμμα άν ήταν μέρος της φαντασίωσής της, και δεύτερον δεν υπήρχε περίπτωση να μην σήμαινε κάτι αν δεν ήταν. O Mel αναζήτησε στοιχεία. Άνοιξε όλα τα κουτιά και ταξινόμησε τα frisbee ανάλογα με το αν έγραφαν made in Japan ή Pascal. Τα μέτρησε. 129 Pascal 130 made in Japan, 15 αλουμινένια που δεν έγραφαν τίποτα πέντε ατελή ξύλινα με διάφορες εγκοπές κι ένα παράξενο αλαβάστρινο που δεν έγραφε τίποτα και είχε ίχνη από κάποια ξεκολλημένη ετικέτα στην πάνω του πλευρά. Τα ξανακοίταξε ένα ένα. Βρήκε διάφορα παράξενα. Πρώτον για κάθε made in Japan υπήρχε ένα Pascal που του έμοιαζε πολύ έως τελείως. Δεύτερον τα made in Japan ήταν καλύτερης ποιότητας. Οι άκρες ήταν πιο λείες και το πλαστικό ήταν πιο άκαμπτο. Τρίτον το λευκό με το γαλακτώδες πλαστικό δεν είχε αντίστοιχο Pascal και τέταρτον το ίχνος από κόλλα στο αλαβάστρινο αντιστοιχούσε σε μια τσαλακωμένη μεταλλική πλακέτα που βρέθηκε στο βάθος μιας κούτας κι έγραφε:

Εργοστάσιον Παιχνιδιών Pascal
Κωνσταντίνος Τζούφρας ΑΒΕΕ.
Καλό Καλοκαίρι 1972

Τον Mel τον έπιασε πονοκέφαλος.

Του ήταν σαφές ότι η νονά τον είχε δουλέψει κανονικότατα. Γιατί όμως δεν μπορούσε να φανταστεί. Στο κάτω κάτω του είχε αφήσει και ένα κάρο λεφτά. Τι είδος δούλεμα ήταν αυτό που σου αφήνουν λεφτά; Και τι λόγο είχε το γράμμα; Και ποιός διάολος είναι ο Τζούφρας;
Άνοιξε τον τηλεφωνικό κατάλογο. Τζούμας, Τζούρας, Τζούσκας, Τζούχας. Τζούφρας πουθενά. Πήρε τις πληροφορίες στον ΟΤΕ. “Μάλιστα κύριε, Τζουφρας Κωνσταντίνος Βιομήχανος, τηλέφωνο τάδε, Μέγαρα. “ Υπάρχει άλλος; Όχι δεν υπάρχει. Ευχαριστώ. Παρακαλώ. Πήρε αμέσως το τηλέφωνο. Κανεις. Κυριακάτικα πολύ λογικό.
Ο πονοκέφαλος μεγάλωσε. Πηρε τηλέφωνο τον Πίπη Πόγκα μπας και πάνε για κανέναν καφέ αλλά ο Πίπης έλειπε και ο Πίπης ήταν ο μόνος φίλος που λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν θα έπαιρνε χαμπάρι ότι κάτι τον απασχολούσε. Εξ ου και αποκαλείτο Παρλαπίπης.
Αποφάσισε να βγει βόλτα. Έβρεχε. Τόσο το καλύτερο σκέφτηκε.

Sunday, June 15, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών (μέρος δεύτερο)


(λινκ για το πρώτο μέρος)


Η κληρονομιά ήταν γεγονός απρόσμενο για τον Mel. Οικονομικό πρόβλημα δεν είχε, και τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού της Σαγιώ, ήταν ένα ποσό για το οποίο δεν είχε έτοιμη χρήση. Γεννημένος στο Παρίσι από Έλληνα πατέρα και μάνα Γαλλίδα είχε μεν την γαλλική υπηκοότητα αλλά ζούσε από μωρό στην Ελλάδα. Ο πατέρας του ο Κωστής Τζιριλής, Έλληνας της Αλεξάνδρειας είχε βρεθεί στο Παρίσι λίγο πριν ο Νάσσερ αναλάβει τις τύχες της Αιγύπτου. Παντρεύτηκε την Francoise Verne μακρινή απόγονο του Ιούλιου Βερν και ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Σε μιά από αυτές που ενέπλεκε ναυτιλιακά, γνώρισε τον Jacques Lartigue που σε κοινές διακοπές στην Ελλάδα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την Σαγιώ, κατά κόσμον Ρεβέκκα Μπενσασσών, ήδη χήρα του παλιού φίλου του Κωστή, Πέτρου Σπυρόπουλου και νονά του Mel. O Jacques έμοιαζε πολύ στον μακαρίτη τον Mel Ferrer τον οποίο η νονά γούσταρε τρελλά και εξαιτίας επίσης του οποίου ο Μελέτης έγινε Mel. Στην πορεία η επιχείρηση αυτή, όπως πολλές ακόμα, έπεσε έξω και ο Jacques με την Σαγιώ ψιλοαπομακρύνθηκαν.
Ο Κωστής και η Francoise χώρισαν και τυπικά μετά από είκοσι χρόνια γάμου και λίγο μετά ο Κωστής πέθανε από μια πανηγυρική ανακοπή ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του ακούγωντας Στελλάκη Περπινιάδη. Άφησε στον Mel αρκετά χρήματα και ένα όμορφο διαμέρισμα στο Παγκράτι στο οποίο o ίδιος ήδη έμενε. Η Francoise είχε από καιρό αποσυρθεί σε ένα χίπικο κοινόβιο στην Provence και λίγο την ένοιαξε η όλη εξέλιξη. Στον Mel έστελνε κάθε εξάμηνο ένα γράμμα με την αγάπη της και ιδέες για την καλυτέρευση του κάρμα του.

Το κάρμα του Mel ήταν ένα απλό κάρμα. Εσωστρεφής και ήσυχος, όχι απαραίτητα συντηρητικός μα περισσότερο απαθής στο καινούριο είχε σπουδάσει κτηνιατρική στη Θεσσαλονίκη και τώρα εργάζεται σε μια γαλλική φαρμακευτική, υπεύθυνος της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων. Ταξιδεύει στην Ελλάδα και ενημερώνει γιατρους και επιχειρήσεις για αυτά και καμιά φορά βρίσκεται στην Γαλλία για σεμινάρια.

Στην αρχή εκπλήσσεται από το γεγονός της κληρονομιάς. Τον ξεβολεύει κάπως, μα αναγκαστικά ασχολείται. Η Σαγιώ του είναι μια ανάμνηση, μα μια ανάμνηση γλυκειά.
Η ανάμνηση μιας άλλης ζωής. Κατά κάποιο τρόπο συμβολίζει την ζωή "πριν". Την ζωή που οι άνθρωποι έτρωγαν μαζί την Κυριακή και του μίλαγαν σε τρεις γλώσσες συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών που προσπαθούσε μάταια να φυτέψει στην γαλλική ψυχή του η Σαγιώ.
Οι διαδικασίες κρατούν τρεις- τέσσερεις μήνες οπότε και γίνεται ο νόμιμος κάτοχος του σπιτιού. Η αναζήτηση νέου ιδιοκτήτη κρατά άλλους πέντε, και έτσι κάποια στιγμή ο Mel βρίσκεται με ένα σεβαστό ποσό στον λογαριασμό του στην Credit Lyonnais, 280 frisbee στην αποθήκη του και ένα γράμμα έτοιμο προς ανάγνωση.

Ένα Σάββατο πρωί, ενώ έξω ψιλοβρέχει και κάνει κρύο, ο Mel ανοίγει το γράμμα και διαβάζει:

"Μελέτη μικρό μου αγόρι,
η ζωή, όπως θα έχεις ελπίζω διαπιστώσει δεν είναι ένα πράγμα. Ειναι πολλά. Πολλά γύρω μας και άλλα τόσα μέσα μας. Εγώ έζησα μια ζωή εξαρτημένη από το απρόσμενο. Έχασα τον πρώτο μου άνδρα, τον νονό σου, ξαφνικά, νέα. Δεν το περίμενα, πως άλλωστε να περιμένεις ένα ατύχημα. Ήμουν ακόμα ερωτευμένη και νόμισα πως αυτό ήταν, η ζωή τελείωσε. Μαράζωσα.

Μα μετά , μια μέρα, μας γνώρισε ο πατέρας σου με τον Jacques και χωρίς να το καταλάβω ερωτεύτηκα. Πολύ σφοδρά. Κι εκείνος το ίδιο. Έφυγα, πήγα μαζί του, έτσι ήθελα κι ας μην ήμασταν πια νέοι. Ο Jacques ήταν η νέα ζωή, ο ήλιος. Μα έλειπε πολύ. Ταξίδευε. Μου τό χε πει βέβαια αλλά η απουσία του ήταν τρομερή. Τότε τα ταξίδια κρατούσαν πολύ περισσότερο, καμιά φορά έκανε δυό τρία διαδοχικά. Μου έλειπε. Σου είπα μου άρεσε η ήσυχη ζωή, αλλά όχι η μοναξιά. Με τα χρόνια απομακρυνθήκαμε κάπως. Με αγαπούσε κι εγώ το ίδιο μα απομακρυνθήκαμε.

Ένα καλοκαίρι είχα παει με τις φίλες μου για μερικές μέρες στην Deauville. Ειχε δροσιά, είχε κόσμο και ήταν όμορφα. Στην παραλία ένα πρωί έπαιζαν μπροστά μου δύο όμορφοι νέοι frisbee. Στην αρχή δεν μου έκανε εντύπωση μα μετά το frisbee τους έπεσε πάνω μας και ό ένας ήρθε να το πάρει. Η Annnete τον πείραξε: "Πιο κει κύριε δίσκοβόλε" του είπε. "Το όνομα μου είναι Pascal madame" είπε αυτός με νόημα και μας κοίταξε και τις τρεις χωριστά. Κοκκίνησα. Η Annete καθόλου.

Παρακολουθούσα κάθε μέρα τον Pascal στην παραλία. Δεν μιλήσαμε ποτέ αλλά τον απομνημόνευσα και αυτόν και το frisbee του με τις πράσινες και κίτρινες ρίγες. Τους έβλεπα να τρέχουν και να τεντώνοται και να κυλιούνται στην άμμο και ήθελα να ήμουν νέα. Τρελλή έ; Η τρελλή του Σαγιώ! (πάντα μου έρεσε αυτό) Μια μέρα τους τό 'κλεψα. Το πήρα μαζί μου. Το κοιτούσα τον χειμώνα και αισθανόμουν λιγότερο μόνη. Το καλοκαίρι στην Νίκαια έκανα βόλτες στην παραλία και χάζευα αυτούς που έπαιζαν frisbee. Άρχισα να κλέβω frisbee με επιμέλεια. Έγραψα και στον Jacques, ότι είχατε έρθει με την μαμά σου να με δείτε και ήσουν τρελλός για frisbee. Του έγραψα ότι έκανες συλλογή. Να μου στείλει ότι έβρισκε. Ήξερε πόσο σε αγαπούσα μικρό. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται τα δέματα. Ο ταχυδρόμος δεν ήξερε τι να υποθέσει.
Καθε frisbee βέβαια, ήταν ο Pascal. Ήταν η νεότητα και το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Πήγα μέχρι στην έκθεση παιχνιδιών στο Παρίσι και αγόρασα 25 frisbee.
Η μανία του συλλέκτη λένε και πράγματι έτσι είναι. Μετά o Jacques πέθανε. Στο Capetown. Ηλεκτροπληξία, αν είναι δυνατόν. Τα frisbee σταμάτησαν να έρχονται. Βαρέθηκα κι εγώ, δεν άντεχα άλλο. Κατέρρευσα.

Εκείνα έμειναν στο δωμάτιο των ξένων. Εκατοντάδες Pascal στο δωμάτιο των ξένων.
Μετά προφανώς πέθανα, και μετά τα βρήκες.
Αυτά είχα να σου γράψω. Χαζή ιστορία ε; Παρόλα αυτά μια ιστορία! Τι άλλο να σου πω; Η αξία τους μου είναι άγνωστη αλλά ποιός άλλος έχει τόσα frisbee;
Τώρα επιστρέφω στην ανυπαρξία. Εσύ πράξε όπως νομίζεις. Τα ξέρουν στην Ελλάδα τα frisbee;

Adieu!

Η νονά σου"

Ο Mel απέμεινε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. (συνεχίζεται)

Thursday, June 12, 2008

Το εργοστάσιο των παιχνιδιών


Το 1976 ο Ελληνογάλλος Mel Τζιριλής κληρονομεί ένα διαμέρισμα στην Νίκαια, αρκετά κοντά στην παραλία. Το διαμέρισμα ανήκε στην νονά του, μια Ελληνίδα, χήρα πια Γάλλου ναυτικού, που μια μέρα δεν ξύπνησε από έναν όμορφο ύπνο γεμάτο creme de cassis. O Mel έχει σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξή της, η νονά είναι μια παλιά ανάμνηση, μια γλυκειά κυρία που δεν γνωρίζει αν ζει ακόμα. Δεν ζει όμως. Και για λόγους δικούς της, το διαμέρισμα το αφήνει σ'αυτόν. Ο Mel ενημερώνεται από τον δικηγόρο της, τον οποίο και συναντά μια εβδομάδα μετά, μια και ο Mel ζει πια στην Ελλάδα και εργάζεται ως κτηνίατρος.
Το διαμέρισμα είναι σε μια ροζ πολυκατοικία, με όμορφες κυρτές τέντες πάνω από τα μπαλκόνια, με αψιδωτή είσοδο και μικρή εσωτερική αυλή. Περιποιημένο και σε καλή κατάσταση, σχεδόν σαν σκηνικό ταινίας, σχεδόν σαν η νονά να μην έμενε εκεί.
Τέσσερα δωμάτια. Σαλόνι, τραπεζαρία,υπνοδωμάτιο, δωμάτιο ξένων. Το δωμάτιο ξένων είναι το μόνο απεριποίητο. Χρησιμοποιείται ως αποθήκη και μέσα έχει στίβες από κάτι που ο Mel νομίζει αρχικά πως είναι πλαστικά πιάτα.
Είναι όμως frisbee. Πολλά frisbee όλα διαφορετικά μεταξύ τους, στις πιο απίθανες βαριάντες, στα πιο υπέροχα χρώματα. Πλαστικά μα και ξύλινα, από ένα ξύλο ελαφρύ, μερικά αλουμινένια, κι ένα αλαβάστρινο, διακοσμητικό. Ο Mel εντυπωσιάζεται. Ο δικηγόρος δεν μπορεί να τον διαφωτίσει για την προέλευσή τους. Πιθανόν ο ναυτικός να είχε κάποια τέτοιου είδους μανία. Ποιός ξέρει. Το ζευγάρι ήταν άτεκνο και εκτός αυτού επρόκειτο για συντηρητικούς ήσυχους ανθρώπους, εκείνος μηχανικός στα πλοία, εκείνη δασκάλα αγγλικών, τι διάολο τα ήθελαν τα frisbee.
Υπάρχει όμως κι ένα γράμμα. Που έχει μέσα ένα άλλο γράμμα. Το πρώτο γράμμα (που περιέχει το δεύτερο), λέει τα εξής: "Μελέτη μου, μικρό μου αγόρι. Εγω, πάει πιά, φεύγω. Δεν θέλω κι άλλο εδώ που τα λέμε. Έζησα όμορφα και ήσυχα, όπως ήθελα. Δεν έκανα παιδιά, (που να σου λέω τώρα) αλλά να που υπάρχεις εσύ κι έτσι έχω κάποιον να γράψω αυτό το γράμμα. Άκου τώρα. Υποθέτω πως το διαμέρισμα θα το πουλήσεις, τι άλλο να το κάνεις. Θα πιάσεις καλά λεφτά, το έχω διερευνήσει. Πούλα το όπως είναι με τα έπιπλα. Είναι καλά έπιπλα, χειροποίητα, θα αυξήσουν την αξία του, το έχω διερευνήσει. Μόνο ένα πράγμα. Θα πάρεις μαζί σου τον παράξενο θησαυρό που θα έχεις ήδη βρει στο δωμάτιο των ξένων. Δεν το απαιτώ, σου το ζητώ ως χάρη. Το δεύτερο γράμμα θα το ανοίξεις όταν είσαι πια στην Ελλάδα μας και έχεις τελειώσει με όλα τα εδώ διαδικαστικά. Κι αυτό ως χάρη. Θα δεις πως έχει κάποιο μικρό νόημα όλο αυτό. Δεν είναι τίποτα σημαντικό , ούτε θα αποκαλυφθεί κάποιο μεγάλο μυστήριο, μα κάντο αν θες. Σαν χάρη.
Σου εύχομαι πολλά ευτυχισμένα χρόνια.
Σαγιώ."

Σαγιώ. Η τρελλή του Σαγιώ την λέγαμε για πλάκα επειδή αγάπησε τον Γάλλο κι έφυγε. Ο Mel συγκινηθηκε. Γιατί όχι σκέφτηκε.

(συνεχίζεται)

Saturday, June 7, 2008

Ο νορβηγός ξάδερφος


Ο νεαρός της φωτογραφίας, μακρινός συγγενής από το σόι της μάνας μου και για πολλά χρόνια το μαυρο πρόβατο της οικογένειας, βραβεύτηκε πρόσφατα με ίσως το πιο αξιόλογο τρόπαιο τεχνολογικής πρωτοτυπίας. Το κρυστάλλινο πρωτόνιο. Για όσους δεν γνωρίζουν πρόκειται για το ανά τριετία απονεμόμενο βραβείο του ETH Zuerich, του σεβαστού αυτού ιδρύματος της Ζυρίχης, στις τάξεις του οποίου ανδρώθηκαν ιδέες όπως το ίντερνετ, η γλώσσα προγραμματισμού Turbo Pascal και η πυρηνική σύντηξη.
Ο μακρινός ξάδελφος λοιπόν μετά από άσκοπες περιπλανήσεις μεχρι τα τριάντα του, μισοτελειωμένες σπουδές και ασωτίες ων ουκ έστιν αριθμός, έβαλε τον πωπό του κάτω και έφτιαξε κάτι που εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ασήμαντο αλλά σε δεύτερη δεν είναι καθόλου. Μελέτησε τις συνήθειες χτενίσματος 217 διαφορετικών πολιτιστικών ομάδων και έφτιαξε την πρώτη πλήρως αυτόνομη και ψηφιακά ελεγχόμενη συσκευή δημιουργίας χωρίστρας. Εδώ τον βλέπουμε να έχει μόλις εφαρμόσει στον εαυτό του την λεγόμενη καμπύλη "Τανάκα" μια επετειακή χωρίστρα από τις Άνδεις.
Αν γελάτε σας συνιστώ να το ξανασκεφτείτε. Πέραν της ακρίβειας της μηχανής που μπορεί να κατασκευάσει την ίδια ακριβώς χωρίστρα τουλάχιστον δεκαεννιά διαδοχικές φορές με διαφορά το πολύ τριών τριχών, υπάρχει ένας παράγοντας ακόμα, και συγκεκριμένα αυτός ήταν ο καθοριστικός για το βραβείο. Βλέπετε η μηχανή υπολογίζει τις τροχιές της τσατσάρας της με διαφορικές εξισώσεις.
Και είναι ακριβώς αυτό το εργαλείο που υπολογίζει και τις πορείες των πτήσεων των διαστημικών λεωφορείων. Για έναν περίεργο λόγο, οι ανθρώπινες χωρίστρες και τα διαστημικά ταξίδια διαφεντεύονται από τις ίδιες θεωρίες. Και αυτό ακριβώς είναι που τεκμηρίωσε ο Halaata Perponen ( ο Νορβηγός ξάδελφος). Το παράξενο είναι ότι χρόνια τώρα οικογενειακώς τον πέρναμε στο ψιλό. Στα διαφορα πάρτυ, γενέθλια και λοιπα μαζώματα δεν καθόταν ποτέ στο τραπέζι και ενώ εμείς τρώγαμε, γυρνούσε γύρω γύρω από το μεγάλο τραπέζι και με την παλιά ασημένια χτένα της κοινής προγιαγιάς, μας χτένιζε και μας έφτιαχνε ευφάνταστες χωρίστρες. Μέχρι το επιδόρπιο μας άλλαζε 3-4 χτενίσματα, όλα με χωρίστρα φυσικά, και μετά τα αποτύπωνε με προσοχή σε χαρτί μιλιμετρέ και βέβαια τα φωτογράφιζε με την μικρή Olympus OM3 που κουβαλούσε παντα μαζί του. Που να φανταστούμε, ότι χρόνια αργότερα η προσεδάφιση στον Αρη, ένα εξαιρετικά αμφίβολο σχέδιο θα γινόταν πραγματικότητα χάρη στις χωρίστρες μας. Όταν ο Halaata παρουσίασε την συσκευή στο γραφείο ευρεσιτεχνίας της Ζυρίχης οι υπολογισμοί που προσκόμισε άφησαν άναυδο τον Friedrich von Goetterdaemmerung προϊστάμενο του μαθηματικού τμήματος του γραφείου και μέλους της ομάδας ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκης Διαστημικής Αρχής. Κάπως ετσι έγινε η σύνδεση και ο ίδιος βρέθηκε βραβευμένος και ταυτόχρονα πάμπλουτος. Η μηχανή του, μεγέθους κράνους, είναι το μοναδικο αντικείμενο που έχει πατενταριστεί στον τομέα κομμωτική και αστρονομία ταυτόχρονα και για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Ο ίδιος συνεχίζει την έρευνα με χαρακτηριστική απάθεια προς την φήμη και μάλιστα στην τελετή απονομής εμφανίστηκε αχτένιστος ως δείγμα ταπεινότητας.

Friday, June 6, 2008

No plan B


Καμιά φορά ο Ευφρόσυνος Μελέτης έχανε το τραίνο.
Αργούσε να ξυπνήσει. Ή ξεχνιότανε και έπαιρνε άλλο δρόμο και χανόταν. Ή περπατούσε επίτηδες αργά ώστε να το χάσει και να αλλάξει λίγο η ρουτίνα του. Ή ήλπιζε να το χάσει και να πάρει μετά ένα άλλο για να βγει κάπου αλλού.
Όχι πάντα. Μερικές φορές.
Δεν διέτρεχε εξάλλου μεγάλο κίνδυνο. Τραίνο είχε κάθε μισή ώρα. Χάνεις τό 'να, παίρνεις τ' άλλο. Εύκολο.
Συνήθως βέβαια δεν τό 'χανε. Έμπαινε μέσα καθόταν και η μέρα άρχιζε να κυλάει σαν σε τροχιές. Εύκολα.
Όμως μια μέρα τό 'χασε και μετά δεν ήρθε άλλο τραίνο. Εργασίες συντήρησης.
Τρόμος. Ο πούλος. No plan B.
Αναγκαστηκε να διαμορφώσει μια ολόκληρη μέρα χωρίς την ασφάλεια του δεδομένου. Έκατσε 4 ώρες στον σταθμό σκεπτόμενος. Αυτό μόνο του ήταν εξαντλητικό. Οι συνέπειές του αβεβαιες. Σε 4 ώρες συνειδητοποίησε την κατάσταση Μετά έκατσε άλλες τόσες για να βρεί λύση. Μετά γύρισε σπίτι.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα έχασε πάλι το τραίνο. Πήρε όμως το επόμενο.
Τη άλλη μέρα ήταν στην ώρα του. Πήρε το τραίνο κανονικά.
Μετά δεν ξέρω τι έγινε.

Tuesday, June 3, 2008

Yves Saint Laurent


Όταν πρωτογνώρισα τον Yves δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο ντροπαλός ήταν.
Βρισκόμουν στην Αλγερία με την Loulou de la Falaise και την θεία Τανίτα (αδερφή του πατριού μου) και ήμουν ένας πιτσιρικάς που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τα γλυκά και ειδικότερα οι χουρμάδες. Ένα βράδυ βρισκόμασταν στο Οράν και η Loulou ( που δεν με άφηνε να την λέω madame αλλά μόνο Loulou) ρώτησε αν θέλαμε να παραβρεθούμε στην τελετή παράδοσης του κλειδιού της πόλης στον Saint Laurent.
Η Τανίτα δέχτηκε με την μία και μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν είχα ιδιαίτερη επιλογή. Θα ήταν μια μεγάλη γιορτή εμπρός στο εντυπωσιακό δημαρχείο με μουσική Rai και χορούς και πυροτεχνήματα και η ιδέα δεν φαινόταν κακή. Όμως η έρημος είχε άλλη γνώμη. Μια ασύλληπτη αμμοθύελλα σηκώθηκε κατα τις επτά και σε λίγο δεν έβλεπες την μύτη σου. Έτσι βρεθήκαμε σε μια αίθουσα του δημαρχείου που δεν χώραγε ούτε το 1/10 των καλεσμένων. Η Loulou μας τακτοποίησε σε ένα τραπέζι που ώ του θάυματος είχε στο κέντρο του ένα ασημένιο μπωλ με χουρμάδες. Καθόμουν και κοιτούσα γύρω μου μασουλώντας. Μετά τα διάφορα ταρατατζουμ και λογίδρια και χειροκροτήματα, από τα οποία δεν έβλεπα τίποτα λόγω ύψους και θέσης, το τραπέζι μας γέμισε κόσμο και αντελήφθην ότι καθόμασταν στο προνομιακό τραπέζι του τιμώμενου προσώπου. Ο Yves καθόταν τρεις θέσεις αριστερά μου και ήταν καταβεβλημένος. Χαμογελούσε μονίμως και μάλλον υπέφερε από το όλο γεγονός. Ο Pierre Berge μιλούσε σε όλους και κατ ουσίαν εκείνος διαχειριζόταν την κατάσταση. Pierrot le fou τον έλεγε η Loulou.
Κάποια στιγμή και ενώ είμαι έτοιμος να καταβροχθίσω έναν τεράστιο χουρμά, ο Yves σχεδόν χάνει τις αισθήσεις του και καθως οι ενδιάμεσοί μας έχουν σηκωθεί πέφτει προς το μέρος μου. Πανικός. Μένω ακίνητος και ένα γρήγορο χέρι μου αρπάζει τον χουρμά και του τον δίνει. Μετά από λίγα λεπτά έχει συνέλθει. Μια μικρή υπογλυκαιμία. Πιάνει την συζήτηση με την θεία Τανίτα και γελάνε για το ότι δεν μπορεί να προφέρει την λέξη "τζίτζιφα" που η θεία του εξηγεί ότι είναι η ελληνική λέξη για τους χουρμάδες. Μου χαϊδεύει το κεφάλι και με ρωτά αν με ενδιαφέρει η μόδα.
Φυσικά δεν ξέρω τι να απαντήσω, ώσπου θυμάμαι κάτι που είχε πει η Τανίτα λίγες μέρες πριν . "Ο Armani είναι γίγαντας" του λέω. Ξεραίνεται στα γέλια και απαντά κάτι που κατάλαβα πολύ αργότερα "Είναι μια μαριονέτα που τα νήματά της είναι στο εργαστήριό μου" λέει.
Η θεία δείχνει μπερδεμένη και η Loulou της ψιθυρίζει: "εννοεί τα γυναικεία κοστούμια."

Monday, June 2, 2008

da capo



Είδα ένα παράξενο όνειρο. Κάποιος, λέει, με ξύπνησε λίγο αφού είχα κοιμηθεί και με ανάγκασε να βάλω το ξυπνητήρι μου μια ώρα νωρίτερα. Μόλις ξανακοιμήθηκα είδα το ίδιο όνειρο. Συνέβη άλλες δέκα τουλάχιστον φορές. Όταν ξύπνησα ήταν νωρίτερα από την ώρα που είχα κοιμηθεί. Και ξαναείδα το ίδιο όνειρο.
Μετά ξύπνησα.
Ήταν Δευτέρα πρωί.

Sunday, June 1, 2008

Χαμηλες πτήσεις



Τις Κυριακές τα βράδυα, καλή ώρα τώρα, με πιάνει μια μελαγχολία. Ιδιαίτερα τώρα που καλοκαιριάζει και τα βράδυα είναι γλυκά και γεμάτα μυρωδιές με πιάνει μια μελαγχολία. Όταν με πιάνει μια μελαγχολία πάντα σκέφτομαι την Λία. Κάνει όμορφη ρίμα και έτσι σκέφτομαι την Λία όταν με πιάνει μελαγχολία. Η Λία είναι η κοπέλλα της φωτογραφίας. Η μπροστινή με τα στιβαρά μπουτάκια και τις μπαρμπαρελλόμποτες (Η πίσω λεγόταν νομίζω Σαμσάρα και ήταν Αμερικανοϊρανή σε μια εποχή που το Ιραν ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ. Μπορεί όμως να την λέγανε και Gudrun και να ήταν Γερμανίδα, δεν θυμάμαι).
Εδώ βλέπουμε μια φωτογραφία που τράβηξε ο παλιόφιλος Μalko Linge ενώ γυρνούσαμε αεροπορικώς από την Ταγγέρη. Εγω είμαι ο τύπος με τον οποίο μιλά η Λια.
Ήμουν εξαντλημένος από ένα μεθυστικό τριήμερο στο Αμπρ Ελ Χαμουτ. Ο Χασάν παλιός συμφοιτητής από το Eton είχε μόλις παντρευτεί και το γεγονός εορτάστηκε ξέφρενα.
Ενώ κουτουλάω από την κούραση και τον πονοκέφαλο, η Λία με περιθάλπει με ένα χαμόγελο και ασπιρίνες. Έχουμε μόλις γνωριστεί και παρόλο που το μόνο που θέλω είναι ύπνος κατεβάζω τρεις ασπιρίνες και δυο κούπες καφέ Κολομβίας (πετάμε πρώτη θέση) και πιάνουμε την πάρλα. Είναι Ελληνίδα γεννημένη στην Γερμανία και δουλεύει στην Lufthansa από τα είκοσί της.
Φτάνοντας στην Φρανκφούρτη μου προτείνει να με πάει με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο μου. Είναι Κυριακή μεσημέρι και η ιδέα φαίνεται καλή έως πολύ καλή. Το Frankfurter Hof είναι στο κέντρο και στον δρόμο για κει με ρωτά αν με πειράζει να περάσει από το σπίτι της που είναι στην είσοδο της πόλης, να βγάλει τις μπότες γιατί την έχουν πεθάνει. Καμία αντίρρηση. Σταματάμε σε ένα δίπατο τουβλογενές γερμανικόσπιτο και με ρωτά αν θα περιμένω ή θα έρθω επάνω. Θα έρθω επάνω.
Η πόρτα της ανοίγει και βρίσκομαι ενώπιον μιας εσωτερικής πισίνας στην οποία επιπλέει ένας καναπές και δύο τραπεζάκια με πορτατίφ, το ένα κόκκινο , το άλλο κίτρινο. Δεξιά μου ένα τεράστιο μπαρ άδειο και αριστερά μια συστοιχία ηχείων παίζουν το summertime . Η Λία γδύνεται και βουτάει στην πισίνα. Το ίδιο κάνω και γω και επιδίδομαι σε ένα μακροβούτι για να την πιάσω. Βγαίνω στην επιφάνεια και ακούω το γέλιο της. Είναι πίσω μου και αρχίζει να με σπρώχνει με δύναμη. Μου λέει, "ξυπνα ρε μαλάκα, φτάσαμε" Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το ΚΤΕΛ Κηφισού, Κυριακή βράδυ, καλοκαιράκι. Με πιάνει μελαγχολία.

bad luck


Εδώ έχουμε μια σπάνια περίπτωση αισιοδοξίας. Ως γνωστόν η πραγματικότητα είναι σχετική. Ως εκ τούτου , έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Ο κύριος Πιραντέλλο έγραψε επ αυτού. Δεν αναφερόταν όμως στον τύπο με το μηχανάκι που πίστεψε βαθειά στο όνειρο με αποτέλεσμα σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές να βρίσκεται σφηνομένος στο όμορφο Triumph που για όσους δεν γνωρίζουν είναι το δεύτερο από δεξια. Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος, πλην όμως οι διασώστες ανακάλυψαν στην τσέπη του μια κάρτα δωρητή σώματος. Θεωρώντας το αυτονόητο, δώρισαν άμεσα το σώμα του στο Μουσείο Ατυχημάτων του Σμέχτερφίνγκεν λίγο έξω από το Λιντς της Αυστρίας. Εκέι το όλο σύνολο περιχύθηκε με συνθετική ρητίνη και δημιουργήθηκε ένα διαφανές -σαν γυάλινο -γλυπτό. Με τον τρόπο αυτό η κατάσταση και των τριών στοιχείων ανθρώπου μηχανακίου και αυτοκινήτου θα διατηρηθεί αναλλοίωτη στο διηνεκές. Εκτίθεται δίπλα στα 23 ωάρια που βρέθηκαν στις σάλπιγγες της Ματα Χάρι και που ο προσεκτικός επισκέπτης θα προσέξει ότι τα 2 είναι γονιμοποιημένα

Saturday, May 31, 2008

Cat-man-do



Ως πρώτη ανάρτηση, και για να δώσω κάπως το στίγμα μου παρουσιάζω ένα χακεμένο κατοικίδιο. Η γάτα αυτή μελετήθηκε και σχεδιάστηκε από τέσσερεις διαφορετικές ομάδες επιστημόνων ωστε να αποφευχθούν διαρροές. Ονομάζεται "Ζακέτα". Τώρα είναι πιά 42 ετών αλλά λόγω της εξαιρετικής της κατασκευής αισθάνεται και φέρεται ως 17. Διαθέτω μια ρεπλίκα του παραπάνω ζώου, χωρίς φυσικά τις εξεζητημένες ηλεκτρονικές εγκαταστάσεις. Η ρεπλίκα μου τρωει, νιαουρίζει, γουργουρίζει και χέζει πολύ ρεαλιστικά και επιπλέον μετά από πολυμηνες ρυθμίσεις με αγαπάει με πάθος και τρυφερότητα. Είναι 11 ετών και φέρεται σαν 11 ετών. Καθότι ρεπλίκα δεν αναγνωρίζει τις άλλες γάτες.