
Τις Κυριακές τα βράδυα, καλή ώρα τώρα, με πιάνει μια μελαγχολία. Ιδιαίτερα τώρα που καλοκαιριάζει και τα βράδυα είναι γλυκά και γεμάτα μυρωδιές με πιάνει μια μελαγχολία. Όταν με πιάνει μια μελαγχολία πάντα σκέφτομαι την Λία. Κάνει όμορφη ρίμα και έτσι σκέφτομαι την Λία όταν με πιάνει μελαγχολία. Η Λία είναι η κοπέλλα της φωτογραφίας. Η μπροστινή με τα στιβαρά μπουτάκια και τις μπαρμπαρελλόμποτες (Η πίσω λεγόταν νομίζω Σαμσάρα και ήταν Αμερικανοϊρανή σε μια εποχή που το Ιραν ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ. Μπορεί όμως να την λέγανε και Gudrun και να ήταν Γερμανίδα, δεν θυμάμαι).
Εδώ βλέπουμε μια φωτογραφία που τράβηξε ο παλιόφιλος Μalko Linge ενώ γυρνούσαμε αεροπορικώς από την Ταγγέρη. Εγω είμαι ο τύπος με τον οποίο μιλά η Λια.
Ήμουν εξαντλημένος από ένα μεθυστικό τριήμερο στο Αμπρ Ελ Χαμουτ. Ο Χασάν παλιός συμφοιτητής από το Eton είχε μόλις παντρευτεί και το γεγονός εορτάστηκε ξέφρενα.
Ενώ κουτουλάω από την κούραση και τον πονοκέφαλο, η Λία με περιθάλπει με ένα χαμόγελο και ασπιρίνες. Έχουμε μόλις γνωριστεί και παρόλο που το μόνο που θέλω είναι ύπνος κατεβάζω τρεις ασπιρίνες και δυο κούπες καφέ Κολομβίας (πετάμε πρώτη θέση) και πιάνουμε την πάρλα. Είναι Ελληνίδα γεννημένη στην Γερμανία και δουλεύει στην Lufthansa από τα είκοσί της.
Φτάνοντας στην Φρανκφούρτη μου προτείνει να με πάει με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο μου. Είναι Κυριακή μεσημέρι και η ιδέα φαίνεται καλή έως πολύ καλή. Το Frankfurter Hof είναι στο κέντρο και στον δρόμο για κει με ρωτά αν με πειράζει να περάσει από το σπίτι της που είναι στην είσοδο της πόλης, να βγάλει τις μπότες γιατί την έχουν πεθάνει. Καμία αντίρρηση. Σταματάμε σε ένα δίπατο τουβλογενές γερμανικόσπιτο και με ρωτά αν θα περιμένω ή θα έρθω επάνω. Θα έρθω επάνω.
Η πόρτα της ανοίγει και βρίσκομαι ενώπιον μιας εσωτερικής πισίνας στην οποία επιπλέει ένας καναπές και δύο τραπεζάκια με πορτατίφ, το ένα κόκκινο , το άλλο κίτρινο. Δεξιά μου ένα τεράστιο μπαρ άδειο και αριστερά μια συστοιχία ηχείων παίζουν το summertime . Η Λία γδύνεται και βουτάει στην πισίνα. Το ίδιο κάνω και γω και επιδίδομαι σε ένα μακροβούτι για να την πιάσω. Βγαίνω στην επιφάνεια και ακούω το γέλιο της. Είναι πίσω μου και αρχίζει να με σπρώχνει με δύναμη. Μου λέει, "ξυπνα ρε μαλάκα, φτάσαμε" Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το ΚΤΕΛ Κηφισού, Κυριακή βράδυ, καλοκαιράκι. Με πιάνει μελαγχολία.