(λινκ για το πρώτο μέρος)
Η κληρονομιά ήταν γεγονός απρόσμενο για τον Mel. Οικονομικό πρόβλημα δεν είχε, και τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού της Σαγιώ, ήταν ένα ποσό για το οποίο δεν είχε έτοιμη χρήση. Γεννημένος στο Παρίσι από Έλληνα πατέρα και μάνα Γαλλίδα είχε μεν την γαλλική υπηκοότητα αλλά ζούσε από μωρό στην Ελλάδα. Ο πατέρας του ο Κωστής Τζιριλής, Έλληνας της Αλεξάνδρειας είχε βρεθεί στο Παρίσι λίγο πριν ο Νάσσερ αναλάβει τις τύχες της Αιγύπτου. Παντρεύτηκε την Francoise Verne μακρινή απόγονο του Ιούλιου Βερν και ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Σε μιά από αυτές που ενέπλεκε ναυτιλιακά, γνώρισε τον Jacques Lartigue που σε κοινές διακοπές στην Ελλάδα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την Σαγιώ, κατά κόσμον Ρεβέκκα Μπενσασσών, ήδη χήρα του παλιού φίλου του Κωστή, Πέτρου Σπυρόπουλου και νονά του Mel. O Jacques έμοιαζε πολύ στον μακαρίτη τον Mel Ferrer τον οποίο η νονά γούσταρε τρελλά και εξαιτίας επίσης του οποίου ο Μελέτης έγινε Mel. Στην πορεία η επιχείρηση αυτή, όπως πολλές ακόμα, έπεσε έξω και ο Jacques με την Σαγιώ ψιλοαπομακρύνθηκαν.
Ο Κωστής και η Francoise χώρισαν και τυπικά μετά από είκοσι χρόνια γάμου και λίγο μετά ο Κωστής πέθανε από μια πανηγυρική ανακοπή ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του ακούγωντας Στελλάκη Περπινιάδη. Άφησε στον Mel αρκετά χρήματα και ένα όμορφο διαμέρισμα στο Παγκράτι στο οποίο o ίδιος ήδη έμενε. Η Francoise είχε από καιρό αποσυρθεί σε ένα χίπικο κοινόβιο στην Provence και λίγο την ένοιαξε η όλη εξέλιξη. Στον Mel έστελνε κάθε εξάμηνο ένα γράμμα με την αγάπη της και ιδέες για την καλυτέρευση του κάρμα του.
Το κάρμα του Mel ήταν ένα απλό κάρμα. Εσωστρεφής και ήσυχος, όχι απαραίτητα συντηρητικός μα περισσότερο απαθής στο καινούριο είχε σπουδάσει κτηνιατρική στη Θεσσαλονίκη και τώρα εργάζεται σε μια γαλλική φαρμακευτική, υπεύθυνος της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων. Ταξιδεύει στην Ελλάδα και ενημερώνει γιατρους και επιχειρήσεις για αυτά και καμιά φορά βρίσκεται στην Γαλλία για σεμινάρια.
Στην αρχή εκπλήσσεται από το γεγονός της κληρονομιάς. Τον ξεβολεύει κάπως, μα αναγκαστικά ασχολείται. Η Σαγιώ του είναι μια ανάμνηση, μα μια ανάμνηση γλυκειά.
Η ανάμνηση μιας άλλης ζωής. Κατά κάποιο τρόπο συμβολίζει την ζωή "πριν". Την ζωή που οι άνθρωποι έτρωγαν μαζί την Κυριακή και του μίλαγαν σε τρεις γλώσσες συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών που προσπαθούσε μάταια να φυτέψει στην γαλλική ψυχή του η Σαγιώ.
Οι διαδικασίες κρατούν τρεις- τέσσερεις μήνες οπότε και γίνεται ο νόμιμος κάτοχος του σπιτιού. Η αναζήτηση νέου ιδιοκτήτη κρατά άλλους πέντε, και έτσι κάποια στιγμή ο Mel βρίσκεται με ένα σεβαστό ποσό στον λογαριασμό του στην Credit Lyonnais, 280 frisbee στην αποθήκη του και ένα γράμμα έτοιμο προς ανάγνωση.
Ένα Σάββατο πρωί, ενώ έξω ψιλοβρέχει και κάνει κρύο, ο Mel ανοίγει το γράμμα και διαβάζει:
"Μελέτη μικρό μου αγόρι,
η ζωή, όπως θα έχεις ελπίζω διαπιστώσει δεν είναι ένα πράγμα. Ειναι πολλά. Πολλά γύρω μας και άλλα τόσα μέσα μας. Εγώ έζησα μια ζωή εξαρτημένη από το απρόσμενο. Έχασα τον πρώτο μου άνδρα, τον νονό σου, ξαφνικά, νέα. Δεν το περίμενα, πως άλλωστε να περιμένεις ένα ατύχημα. Ήμουν ακόμα ερωτευμένη και νόμισα πως αυτό ήταν, η ζωή τελείωσε. Μαράζωσα.
Μα μετά , μια μέρα, μας γνώρισε ο πατέρας σου με τον Jacques και χωρίς να το καταλάβω ερωτεύτηκα. Πολύ σφοδρά. Κι εκείνος το ίδιο. Έφυγα, πήγα μαζί του, έτσι ήθελα κι ας μην ήμασταν πια νέοι. Ο Jacques ήταν η νέα ζωή, ο ήλιος. Μα έλειπε πολύ. Ταξίδευε. Μου τό χε πει βέβαια αλλά η απουσία του ήταν τρομερή. Τότε τα ταξίδια κρατούσαν πολύ περισσότερο, καμιά φορά έκανε δυό τρία διαδοχικά. Μου έλειπε. Σου είπα μου άρεσε η ήσυχη ζωή, αλλά όχι η μοναξιά. Με τα χρόνια απομακρυνθήκαμε κάπως. Με αγαπούσε κι εγώ το ίδιο μα απομακρυνθήκαμε.
Ένα καλοκαίρι είχα παει με τις φίλες μου για μερικές μέρες στην Deauville. Ειχε δροσιά, είχε κόσμο και ήταν όμορφα. Στην παραλία ένα πρωί έπαιζαν μπροστά μου δύο όμορφοι νέοι frisbee. Στην αρχή δεν μου έκανε εντύπωση μα μετά το frisbee τους έπεσε πάνω μας και ό ένας ήρθε να το πάρει. Η Annnete τον πείραξε: "Πιο κει κύριε δίσκοβόλε" του είπε. "Το όνομα μου είναι Pascal madame" είπε αυτός με νόημα και μας κοίταξε και τις τρεις χωριστά. Κοκκίνησα. Η Annete καθόλου.
Παρακολουθούσα κάθε μέρα τον Pascal στην παραλία. Δεν μιλήσαμε ποτέ αλλά τον απομνημόνευσα και αυτόν και το frisbee του με τις πράσινες και κίτρινες ρίγες. Τους έβλεπα να τρέχουν και να τεντώνοται και να κυλιούνται στην άμμο και ήθελα να ήμουν νέα. Τρελλή έ; Η τρελλή του Σαγιώ! (πάντα μου έρεσε αυτό) Μια μέρα τους τό 'κλεψα. Το πήρα μαζί μου. Το κοιτούσα τον χειμώνα και αισθανόμουν λιγότερο μόνη. Το καλοκαίρι στην Νίκαια έκανα βόλτες στην παραλία και χάζευα αυτούς που έπαιζαν frisbee. Άρχισα να κλέβω frisbee με επιμέλεια. Έγραψα και στον Jacques, ότι είχατε έρθει με την μαμά σου να με δείτε και ήσουν τρελλός για frisbee. Του έγραψα ότι έκανες συλλογή. Να μου στείλει ότι έβρισκε. Ήξερε πόσο σε αγαπούσα μικρό. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται τα δέματα. Ο ταχυδρόμος δεν ήξερε τι να υποθέσει.
Καθε frisbee βέβαια, ήταν ο Pascal. Ήταν η νεότητα και το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Πήγα μέχρι στην έκθεση παιχνιδιών στο Παρίσι και αγόρασα 25 frisbee.
Η μανία του συλλέκτη λένε και πράγματι έτσι είναι. Μετά o Jacques πέθανε. Στο Capetown. Ηλεκτροπληξία, αν είναι δυνατόν. Τα frisbee σταμάτησαν να έρχονται. Βαρέθηκα κι εγώ, δεν άντεχα άλλο. Κατέρρευσα.
Εκείνα έμειναν στο δωμάτιο των ξένων. Εκατοντάδες Pascal στο δωμάτιο των ξένων.
Μετά προφανώς πέθανα, και μετά τα βρήκες.
Αυτά είχα να σου γράψω. Χαζή ιστορία ε; Παρόλα αυτά μια ιστορία! Τι άλλο να σου πω; Η αξία τους μου είναι άγνωστη αλλά ποιός άλλος έχει τόσα frisbee;
Τώρα επιστρέφω στην ανυπαρξία. Εσύ πράξε όπως νομίζεις. Τα ξέρουν στην Ελλάδα τα frisbee;
Adieu!
Η νονά σου"
Ο Mel απέμεινε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. (συνεχίζεται)